Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ομάδα Β4 (αναλυτικό κείμενο): Ο Ρόλος του Συνδικαλιστικού Κινήματος των Εκπαιδευτικών

Ομάδα Β4: Ο Ρόλος του Συνδικαλιστικού Κινήματος των Εκπαιδευτικών

Μέλη:
Γεωργιάδης Θωμάς
65ο ΓΕΛ
Α΄ ΕΛΜΕ Αθήνας
ΠΕ03
Καλατζή Ράνια
1ο ΕΠΑΛ Γαλατσίου
Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας
ΠΕ 19
Καλομοίρης Γρηγόρης
ΠΕ04.04
Μαυρέλης Ιάκωβος
4ο ΓΕΛ Καλλιθέας
ΕΛΜΕ Καλλιθέας – Νέας Σμύρνης – Μοσχάτου
ΠΕ03
Μπάτρης Άγγελος
(Κε.Με.Τε./ΟΛΜΕ)
Ε’ ΕΛΜΕ Αν. Αττικής
ΠΕ04.01
Παναγιωτοπούλου Εύη
2ο Γυμνάσιο Παλλήνης
Ε’ ΕΛΜΕ Αν. Αττικής
ΠΕ02
Ντοκουμέντο Εργασίας
Επιμέλεια: Άγγελος Μπάτρης (συντονιστής από Κε.Με.Τε.)
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε το Θέμη Κοτσιφάκη για τη συγγραφή του μέρους που αναφέρεται στο συνδικαλιστικό κίνημα άλλων χωρών.

1)    Γενικά

Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σημαντικό μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου (κατά Bourdieu[i] «κοινωνικό κεφάλαιο είναι το σύνολο των πραγματικών ή εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την κατοχή ενός ισχυρού δικτύου περισσότερο ή λιγότερο εγκαθιδρυμένων σχέσεων αμοιβαίας αποδοχής και αναγνώρισης.») Είναι ένα μεγάλο κοινωνικό δίκτυο με άτυπους και τυπικούς θεσμούς και δεσμούς αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης. Είναι το κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης της συλλογικότητας στο οποίο ασκείται η αυτόνομη δραστηριότητα των εργαζομένων, με δική τους βούληση και πρωτοβουλία, και με αφετηρία την προάσπιση των συλλογικών τους συμφερόντων σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εργασίας και γενικότερα τις συνθήκες οργάνωσης της κοινωνικής τους ζωής. Είναι ένα πεδίο στο οποίο αποτυπώνεται με ενάργεια το επίπεδο της συνειδητότητας και της ενότητας των εργαζομένων, γι’ αυτό και η ανάπτυξη του συνδικαλισμού συναρτάται άμεσα με το βαθμό στον οποίο κατανοούν οι εργαζόμενοι τις δομές και τις σχέσεις που υφίστανται στο κοινωνικο – οικονομικό επίπεδο και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μορφές εκμετάλλευσης και τους μηχανισμούς αλλοτρίωσής τους.
Η αντιπαράθεση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος στις κατά καιρούς προωθούμενες αντεργατικές πολιτικές συμπυκνώνει θεμελιακές αντιθέσεις της κοινωνίας και αναδεικνύει ριζικά διαφορετικά συστήματα αντιλήψεων και αξιών σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση και την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Είναι μια πολυδιάστατη, πολύπλοκη και συχνά σκληρή αντιπαράθεση, καθώς από την έκβασή της κρίνονται, σε γενικευμένη ή σε μερική κλίμακα, μεγάλα οικονομικά –και όχι μόνο– συμφέροντα. Γι’ αυτούς τους λόγους, η οργάνωση και η αποτελεσματικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος έχει μεγάλη σημασία για τους εργαζομένους.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο της εκπαίδευσης έχει μια διπλή λειτουργία, που αποτυπώνεται με σαφήνεια τόσο στο καταστατικό της ΟΛΜΕ όσο και στα αντίστοιχα καταστατικά των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργάνων. Από τη μια πλευρά πρέπει να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εκπαίδευση και να διευρύνει τις κατακτήσεις τους. Από την άλλη, έχει χρέος να διασφαλίσει την εκπαίδευση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, ως δικαίωμα κάθε παιδιού, κάθε ανθρώπου χωρίς διακρίσεις ούτε αποκλεισμούς.
Οι σκέψεις αυτές έχουν αφετηρία τους την ευρύτατα αποδεκτή αντίληψη ότι η παιδεία, όπως και η υγεία, το περιβάλλον, ο πολιτισμός, είναι πολύτιμα δημόσια και ταυτόχρονα κοινωνικά αγαθά, η απολαβή των οποίων κατά κανόνα συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ η αποστέρησή τους αποτελεί τη βάση του κοινωνικού αποκλεισμού. Γι αυτό και η ενασχόληση με τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό επιβάλλει στους εκπαιδευτικούς μια ιδιαίτερη ευαισθησία, παράλληλα με τη διασφάλιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, στη διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προς όφελος όλων των πολιτών.

2)    Ιστορική Αναφορά στη Συμβολή του Συνδικαλιστικού Κινήματος των Εκπαιδευτικών της Δημόσιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.)

Εδώ και 90 χρόνια περίπου η ΟΛΜΕ αγωνίζεται για την ανύψωση της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού.
Η ΟΛΜΕ ιδρύεται  το 1924 και η έκδοση του δελτίου της (Δελτίον της ΟΛΜΕ) αρχίζει το 1926. Η ίδρυσή της ήταν εν μέρει προϊόν των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα την ταραγμένη περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Το 1931 η ΟΛΜΕ καταγγέλλει την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα δίδακτρα των μαθητών, γιατί έτσι η παιδεία καταντά προνόμιο των πλουσίων. Το Νοέμβρη του 1932 ο κλάδος αντιστέκεται με σθένος στην πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τη δημόσια μέση εκπαίδευση.
Το 1936 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου διαλύει την ΟΛΜΕ, η οποία επανιδρύεται το 1949. Ένας από τους πρώτους της στόχους είναι η βαθμολογική εξέλιξη του κλάδου και πέρα από το βαθμό του διευθυντή β.
Το 1955, κηρύσσεται τετραήμερη απεργία (2 – 5 Μαρτίου 1955) για την καθιέρωση ιδιαίτερου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς και άλλα εκπαιδευτικά αιτήματα. 4.200 εκπαιδευτικοί παραιτούνται διαμαρτυρόμενοι και στην προκήρυξη που συνοδεύει τις παραιτήσεις αναφέρεται: «Είναι αληθές ότι διά την αντιμετώπισιν του όλου θέματος χρειάζονται εκ μέρους της Πολιτείας γενναιώτεραι αποφάσεις. Υπάρχει θέμα διδακτηρίων και τεχνικών μέσων και ποσοτικής επάρκειας του προσωπικού και εκπαιδεύσεως αυτού και αυξήσεως των ετών διδασκαλίας και θέμα προγραμμάτων».
Το 1961 γίνεται εικοσιτετράωρη προειδοποιητική απεργία (26/1/1961) και σε συνεργασία με τη ΔΟΕ εξαγγέλλεται απεργία διαρκείας. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υποχωρεί στο αίτημα της αύξησης αποδοχών.
Το 1963, γίνεται απεργία είκοσι ημερών (19/1/1963 – 7/2/1963) η οποία λήγει με την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών. Η ΟΛΜΕ διακηρύσσει: «Είναι πεπεισμένος ο κλάδος των καθηγητών ότι ο αγώνας του δεν αποσκοπεί στην ικανοποίηση των επαγγελματικών αυτού διεκδικήσεων –μολονότι και τούτο θα ήρκει διά να τον δικαιώση –  αλλά αποβλέπει στην ανόρθωσιν της μέσης παιδείας στο ύψος που απαιτούν οι σύγχρονοι καιροί»[ii].
Τα έτη 1964–65, η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση ικανοποιεί οικονομικά αιτήματα της ΟΛΜΕ χορηγώντας οικονομικό επίδομα στους εκπαιδευτικούς. Εκείνη την περίοδο η ΟΛΜΕ στηρίζει τη μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου για δημόσια και δωρεάν παιδεία και την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Στο πλαίσιο της πολιτικής αστάθειας των ετών 1965–66 προωθείται ενιαίο μισθολόγιο που υποβαθμίζει τον κλάδο.
Το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε το 1967 οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε κατάσταση οικονομικής και ηθικής εξουθένωσης. Αμέσως μετά το πραξικόπημα παύεται το εκλεγμένο ΔΣ της ΟΛΜΕ και διορίζεται δοτή διοίκηση. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 αναστέλλεται και ακολουθείται απέναντι στους εκπαιδευτικούς η τακτική των απολύσεων, των παραιτήσεων και των δυσμενών μεταθέσεων. Το ωράριο εργασίας αυξάνεται και επιβάλλεται δεκάωρη υποχρεωτική υπερωριακή εργασία. Οι διορισμένες διοικήσεις των πρώτων χρόνων της δικτατορίας εκδηλώνουν έντονο φιλοχουντισμό και η ΟΛΜΕ απομαζικοποιείται. Η αμφισβήτηση των νομικών πλαισίων της εκπαίδευσης, που άρχισε το 1970 από τους εκπαιδευτικούς, σε συνδυασμό με την εμφανή ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγούν τους δικτάτορες στη σύσταση επιτροπής παιδείας, τα πορίσματα της οποίας ουδέποτε εφαρμόζονται[iii].
Τον Ιούνιο του 1975 εκλέγεται νέο Δ.Σ. με κεντρικά αιτήματα την κάθαρση από τους υποστηρικτές της χούντας, την άρση των μισθολογικών αδικιών και την ψήφιση νέου νόμου για την εκπαίδευση.
Το 1976 καθιερώνεται η μεταρρύθμιση Ράλλη (ν. 309/76). Σημαντικότερα μέτρα της είναι:
         η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια,
         η διαίρεση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε δύο κύκλους (Γυμνάσιο – Λύκειο) και η διχοτόμηση του Λυκείου σε γενικό και τεχνικό,
         η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας
         οι αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και η εισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση,
         οι αλλαγές στη διοικητική ιεραρχία και οργάνωση της εκπαίδευσης,
         οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, και
         η μείωση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών Δ.Ε. στις 23 έως 19 ώρες με βάση τα χρόνια υπηρεσίας (από 25 ως 21 αντίστοιχα).
Το 1977 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με οικονομικά και εκπαιδευτικά αιτήματα. Κατακτάται η αύξηση της υπερωριακής αποζημίωσης.
Στις 26/11/1980 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε από 3/12/ μέχρι 23/12/80 και από 9/1/81 μέχρι 18/1/81), η οποία αναστέλλεται με την απόφαση 309/81 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως παράνομη και καταχρηστική.
Το 1985 ψηφίζεται ο νόμος – πλαίσιο της εκπαίδευσης 1566/85, πολλές διατάξεις του οποίου ισχύουν και σήμερα. Στις ρυθμίσεις του περιλαμβάνεται η μείωση του διδακτικού ωραρίου στις 21–18 ώρες σύμφωνα με τα έτη υπηρεσίας.
1988 Ο Α. Τρίτσης παραιτείται από τη θέση του υπουργού παιδείας και αναλαμβάνει ο Απόστολος Κακλαμάνης. Νέα απεργία των εκπαιδευτικών για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Ο νέος υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου θα προχωρήσει στην καθιέρωση των «τριμήνων» (υπερωριακό επίδομα εξωδιδακτικού έργου). Η απεργία έληξε με δικαστική απόφαση στις 23/6/1988. Οι υπόλοιπες κύριες κατακτήσεις από εκείνο τον αγώνα ήταν οι εξής:
         επίδομα προμήθειας βιβλίων με ελεύθερη επιλογή τίτλων,
         επιστροφή 2/3 του μισθού έναντι των παρακρατήσεων από την απεργία,
         δέσμευση για μείωση ωραρίου των μητέρων με μικρά παιδιά,
         ενιαία κατηγορία μεταθέσεων και κατάργηση του κριτηρίου του «ευδοκίμου»,
         25% εφάπαξ αύξηση των νομαρχιακών πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες των σχολείων,
         ανύψωση κατά 2 ΜΚ των εισαγωγικών – καταληκτικών κλιμακίων των κλάδων Οικ. Οικονομίας και Μουσικής, και κατά 1 ΜΚ των Τεχνολόγων,
         αύξηση αποζημιώσεων για τις εργασίες των Γενικών Εξετάσεων και τις υπερωρίες,
         καθιέρωση της ενισχυτικής διδασκαλίας στο Γυμνάσιο,
         διορισμοί σε όλα τα κενά και δημιουργία 1.800 νέων οργανικών θέσεων,
         διορισμός γραμματέων στα Γυμνάσια – Λύκεια, ανάλογα με τους υπόλοιπους διορισμούς, και
         άμεση χορήγηση 100 υποτροφιών ΙΚΥ μόνο για εκπαιδευτικούς Δ.Ε.
Το Μάιο 1990 αποφασίζεται απεργία διαρκείας κατά την περίοδο των Γενικών Εξετάσεων. Αποφασίζεται από το Υπουργείο Παιδείας αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 16 Ιουλίου 1990, πρώτη μέρα των Γενικών Εξετάσεων, «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/7/1990).
Το Νοέμβρη 1990 δημοσιοποιούνται τα αυταρχικά Προεδρικά Διατάγματα του τότε υπουργού Παιδείας κ. Κοντογιαννόπουλου που πυροδοτούν καταλήψεις στην επαρχία. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Γίνονται επιθέσεις παρακρατικών ομάδων και των δυνάμεων καταστολής μέσα και έξω από τα κατειλημμένα σχολεία. Σε μια από αυτές στο σχολικό συγκρότημα Βουδ, στην Πάτρα, στις 8/1/1991 δολοφονείται ο αγωνιστής εκπαιδευτικός Νίκος Τεμπονέρας υπερασπιζόμενος τους μαθητές του και τη Δημόσια Εκπαίδευση.
Το Νοέμβριο του 1994 αναστέλλεται το ΠΔ 320/93 για την «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση» και αναγγέλλεται η αναμόρφωσή του.
1996 Ψηφίζεται διάταξη νόμου που μειώνει το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών Δ.Ε. μετά τα 20 χρόνια υπηρεσίας από 18 σε 16 ώρες.
Την 20η Ιανουαρίου 1997 οι εκπαιδευτικοί Δ.Ε. αρχίζουν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση απεργίες που διαρκεί μέχρι την 14η Μαρτίου. Στις κατακτήσεις αυτού του μεγαλειώδους απεργιακού αγώνα συμπεριλαμβάνονται:
         η πραγματοποίηση 8.000 διορισμών εκπαιδευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση,
         η καθιέρωση του επιδόματος εξωδιδακτικής απασχόλησης (από 90 ευρώ που είχε προσδιοριστεί πριν την απεργία έφτασε στα 150 ευρώ με τον απεργιακό αγώνα) και
         η πρόβλεψη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του παραπάνω επιδόματος, που μαζί με τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του κλάδου τα επόμενα χρόνια έφερε το επίδομα στα 355 ευρώ στις αρχές του 2010.
Τον Αύγουστο του 1997 με υπουργό Παιδείας τον Γ. Αρσένη ψηφίζεται ο ν. 2525/97. Η ΟΛΜΕ από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης Αρσένη (Αύγουστος 1997) εκτιμά ότι αυτή θα αναπαραγάγει και θα εντείνει το σύνολο των αδιεξόδων στη Δημόσια Εκπαίδευση, θα υποβαθμίσει το μορφωτικό ρόλο του Λυκείου, θα εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό των μαθητών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και θα οδηγήσει σε εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση μεγάλου φάσματος εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (κατάρτισης, ειδίκευσης κ.λπ.). Η δράση της ΟΛΜΕ τα επόμενα χρόνια (1997 – 2001) και η συμβολή της στην οικοδόμηση ενός μαχητικού πανεκπαιδευτικού μετώπου αντίστασης υποχρεώνει τις μετέπειτα κυβερνήσεις να πάρουν διορθωτικά μέτρα (κατάργηση Πανελλαδικών εξετάσεων Β΄ Λυκείου, μείωση από δεκαπέντε σε έξι των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων κ.λπ.).
Το 2006 η ΟΛΜΕ συμπαρατάσσεται με τη ΔΟΕ (που έκανε απεργία έξι εβδομάδων) κηρύσσοντας συνολικά δώδεκα ημέρες απεργίας. Το σημαντικότερο θεσμικό κέρδος του αγώνα είναι η καθιέρωση της μονοετούς υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Στο οικονομικό επίπεδο καθιερώνεται πρόσθετο μηνιαίο επίδομα διδακτικής προετοιμασίας ύψους 105 ευρώ που καταβλήθηκε σε τέσσερις δόσεις.
2007 Η ΟΛΜΕ συμμετέχει στις επιτυχείς κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του άρθρου 16 του Συντάγματος για το δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ΟΛΜΕ συνεχίζει σήμερα να αγωνίζεται για την υπεράσπιση της μόρφωσης ως κατεξοχήν κοινωνικού αγαθού, για τη θεσμοθέτηση της δωδεκάχρονης δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης, για λήψη μέτρων για τη μείωση της μεγάλης μαθητικής διαρροής και σχολικής αποτυχίας.
Έμπρακτη απόδειξη της εκτίμησης ότι η ΟΛΜΕ είχε πάντα διπλό στόχο, την ανύψωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και την ενίσχυση του ρόλου του εκπαιδευτικού, αποτελούν και τα εξής:
Πρώτον, όλο και περισσότερο με την πάροδο των χρόνων μέσα στα αιτήματα των κινητοποιήσεων μας περιλαμβάνονται θεσμικές διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο και την ποιότητα της εκπαίδευσης.
Δεύτερον, τα 8 εκπαιδευτικά συνέδρια που οργάνωσε η ΟΛΜΕ τα 30 τελευταία χρόνια.
Στο 1ο συνέδριο (1981) αντιμετωπίστηκε η ανάγκη μιας συνολικής ανασκόπησης της κατάστασης που επικρατούσε στην εκπαίδευση, σε συνθήκες έντονα προβληματικές. Στόχος της ΟΛΜΕ τότε ήταν η διαμόρφωση των βασικών αξόνων μιας άλλης πολιτικής στην εκπαίδευση, που θα αποτελούσε σημείο αναφοράς του κλάδου στους διεκδικητικούς αγώνες.
Το 2ο συνέδριο (1983) συζήτησε την αξιολόγηση των μαθητών.
Το 3ο συνέδριο (1984) συζήτησε τις σχέσεις καθηγητών – μαθητών – γονέων.
Το 4ο συνέδριο (1985) την ενιαιοποίηση της τεχνικής – επαγγελματικής με τη γενική εκπαίδευση.
Το 5ο συνέδριο (1987) τα ζητήματα της βασικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης των καθηγητών.
Το 6ο συνέδριο (1993) το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Το 7ο συνέδριο (2004) συζήτησε το θέμα «Παγκοσμιοποίηση και εκπαιδευτική πολιτική. Από τις επιλεκτικές πολιτικές στην παιδεία για όλους».
Το 8ο συνέδριο (2008) ασχολήθηκε με το θέμα «Σχολικά προγράμματα και βιβλία».
Τέλος, το 9ο συνέδριό μας έχει αντικείμενό του τα παιδαγωγικά και εργασιακά προβλήματα στην άσκηση του έργου των εκπαιδευτικών της Δημόσιας Δ.Ε. στη σύγχρονη συγκυρία της ολομέτωπης επίθεσης του κεφαλαίου κατά της εργασίας, της περικοπής μισθών και χρηματοδοτήσεων, της κατάργησης και συγχώνευσης σχολικών μονάδων, της παραπέρα προσαρμογής του σχολείου και της εκπαίδευσης στις επιταγές τις αγοράς.
Τρίτον, αποτέλεσε και αποτελεί αίτημα όλων των κινητοποιήσεών μας εδώ και δεκαετίες η επιμόρφωσή μας, κάτι που είναι αυτονόητη υποχρέωση της πολιτείας.
Η ίδρυση των ΣΕΛΜΕ (Σχολών Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) αποτέλεσε αίτημα αγώνων και τελικά κατάκτηση του κλάδου, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες μας ως προς την οργάνωση και λειτουργία τους.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1979 ο κλάδος μας οργάνωσε μια σειρά επιμορφωτικών μαθημάτων και το Υπουργείο Παιδείας έσπευσε με εγκύκλιό του να απαγορεύσει την πραγματοποίησή τους. Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι η ετήσια επιμόρφωση των καθηγητών αποτέλεσε ένα από τα έξι κεντρικά αιτήματα του κλάδου μας στη διάρκεια του μεγαλειώδους δίμηνου απεργιακού αγώνα το 1997.
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς τέτοιους επίμονους και μακρόχρονους αγώνες της ΟΛΜΕ μόνο με τη διεκδίκηση στενών επαγγελματικών στόχων. Τέτοιοι αγώνες δεν είναι δυνατόν να στηρίζονται αποκλειστικά σε στενά «συντεχνιακά κίνητρα». Οι εκπαιδευτικοί της Δημόσιας Δ.Ε., ίσως περισσότερο διαισθητικά πριν τη δικτατορία, όλο και περισσότερο συνειδητά μετά το 1974, συνειδητοποιούν την εγκατάλειψη της Δημόσιας Εκπαίδευσης, διαπιστώνουν πόσο η δική τους θέση, η επαγγελματική και κοινωνική, συνδέεται άρρηκτα με το επίπεδο της εκπαίδευσης.
Συνεπώς, ο διπλός στόχος (ανύψωση της εκπαίδευσης, βελτίωση της θέσης των καθηγητών) δεν αποτελεί προσχηματικό τέχνασμα, αλλά αναγκαία και σκόπιμη επιλογή.
Η ΟΛΜΕ αντιμετωπίζει ενιαία τις τρεις συνιστώσες της εκπαίδευσης, δηλαδή το περιεχόμενο (προγράμματα, βιβλία, μέθοδοι κ.λπ.), την υλικοτεχνική υποδομή και τον εκπαιδευτικό, την ψυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας (μόρφωση, επιμόρφωση, δικαιώματα, βιοτικό επίπεδο).
Αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη εκπαίδευση, αντίστοιχη των προσδοκιών της νέας γενιάς και των αναγκών της εποχής και της κοινωνίας μας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επιδίωξης αγωνιζόμαστε και για ένα διαφορετικό ρόλο του εκπαιδευτικού. Ρόλο όχι απλού εκτελεστή άνωθεν εντολών, όπως ήθελαν πάντα οι κρατούντες, αλλά ενεργητικού συμμέτοχου στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Σήμερα, πλέον, όλοι αναγνωρίζουν ότι χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή και αποδοχή των εκπαιδευτικών, οποιαδήποτε πολιτική ή μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών Δ.Ε. με τους πολύχρονους αγώνες του συνέβαλε σε σημαντικές κατακτήσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κατακτήσεις του 1976. Δηλαδή την καθιέρωση της Δημοτικής, τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση στο Γυμνάσιο, την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννιά χρόνια.
Κατάκτηση επίσης του συνδικαλιστικού μας κινήματος αποτελεί η σταδιακή μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Το 1955 η Ομοσπονδία μας υπογράμμιζε: «Εις πληθωρικάς τάξεις των 80, 100 και 120 μαθητών, εντός θλιβερών αιθουσών δεν δυνάμεθα να παράσχωμεν το έργο μας…»[iv]. 55 χρόνια μετά έχουμε κατακτήσει το μέγιστο των τριάντα μαθητών ανά τμήμα (με άτυπη δέσμευση για 25 ως 27) και βέβαια συνεχίζουμε τον αγώνα για να κατοχυρωθεί νομοθετικά το μέγιστο των 25 μαθητών ανά τμήμα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, 20 στις κατευθύνσεις του Λυκείου και 10 μαθητές ανά εκπαιδευτικό στα εργαστήρια.
Σημαντική κατάκτηση αποτελεί ακόμη η μείωση του εβδομαδιαίου διδακτικού ωραρίου από 32 ώρες πριν από δεκαετίες σε 21–16 σήμερα, όπως περιγράψαμε νωρίτερα. Και αυτή την κατάκτηση οφείλουμε να υπερασπίσουμε απέναντι στους σχεδιασμούς για αύξηση του διδακτικού ωραρίου.

3)    Η Σημερινή Κατάσταση του Εκπαιδευτικού Συνδικαλιστικού Κινήματος 

Η σημερινή κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και παγκόσμια χαρακτηρίζεται από την επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πρακτικών, την εντεινόμενη προσπάθεια για τη διαιώνιση του συστήματος της άδικης κατανομής του πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Παράλληλα η εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους συνοδεύεται και από ιδεολογήματα που προσπαθούν να ενοχοποιήσουν, ως υπαίτιους για την παρούσα κατάσταση, τους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας καθώς και τα Δημόσια συστήματα Υγείας και Εκπαίδευσης.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πτώση της δικτατορίας το συνδικαλιστικό κίνημα είχε στη διάθεσή του αρκετές δυνατότητες, και μπορούσε να συσπειρώσει τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων και της κοινωνίας, καθώς είχε βγει από την επτάχρονη δικτατορία και την έντονη πολιτικοποίηση της αμέσως επόμενης δεκαετίας, ιδιαίτερα στο χώρο των Πανεπιστημίων. Παράλληλα δεν αντιμετώπιζε σχεδόν κανένα πρόβλημα στην κοινωνία, η οποία αντιλαμβανόταν πιο γρήγορα και αποδεχόταν ή στη χειρότερη περίπτωση κρατούσε ουδέτερη στάση απέναντι στα αιτήματά του.
Η κατάσταση αυτή έχει πια ανατραπεί. Αυτήν την κρίσιμη μάλιστα περίοδο το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας παρουσιάζεται διστακτικό και ανέτοιμο, με σοβαρά προβλήματα μαζικότητας, οργάνωσης και ενότητας, με προβλήματα κινηματικού και ταξικού προσανατολισμού και αυτονομίας από τις ξένες προς τα συμφέροντα των εργαζόμενων πολιτικές σκοπιμότητες, την εργοδοσία και την εκάστοτε κυβέρνηση. Παρατηρούνται διασπαστικά φαινόμενα στη συγκρότηση και στις εκδηλώσεις του κινήματος. Οι δε παρεμβάσεις του σε αρκετές περιπτώσεις είναι διεκπεραιωτικές, αναποτελεσματικές και αδυνατούν να επηρεάσουν ουσιαστικά τις εξελίξεις.
Αντίστοιχα φαινόμενα, αλλά σε μικρότερη έκταση, παρατηρούνται και στο συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, με κύρια χαρακτηριστικά:
         Αποχή των συναδέλφων από τις διαδικασίες του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα των νέων, και χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις απεργίες και στις κινητοποιήσεις, με εξαίρεση πανεργατικές κινητοποιήσεις, όπως αυτές της 5ης Μάη και 15ης Δεκέμβρη 2010.
         Το συνδικαλιστικό κίνημα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύεται να συντονίσει κοινές αγωνιστικές πολιτικές και δράσεις που να διαπερνούν ή ακόμη και να υπερβαίνουν τον εθνικό χώρο.
         Το συνδικαλιστικό κίνημα δε διαθέτει καλά οργανωμένο Ταμείο Αρωγής (Απεργιακό  –  Αλληλοβοήθειας).
         Η πολιτιστική παρέμβαση του συνδικαλιστικού κινήματος δε βρίσκεται στο επιθυμητό επίπεδο.
         Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αξιοποιεί σε επαρκή βαθμό τις νέες μορφές δικτύωσης και επικοινωνίας που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών.
         Το συνδικαλιστικό κίνημα «πληρώνει» και το τίμημα μιας γενικής και πολύπλευρης κρίσης αξιών, θεσμών και εκπροσώπησης.
         Προγραμματίζει και πραγματοποιεί κινητοποιήσεις χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και κυρίως χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.
Νοούμενο ως μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου, που περιλαμβάνει όλες τις αξίες εκείνες που διευκολύνουν την ομαδική δράση, το συνδικαλιστικό κίνημα επηρεάζεται από τη γενική διάθεση συμμετοχής στα κοινά, και άλλους παράγοντες όπως η εμπιστοσύνη, η ικανότητα αναπτυγμένης ηθικής κρίσης, ο σχεδιασμός για το μέλλον, η πολιτική συνειδητοποίηση, η συμμόρφωση σε άτυπους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, ο αλτρουισμός και η συνεργασία για το κοινό καλό. Σε διάφορες μετρήσεις[v] η Ελλάδα φαίνεται να έχει πολύ χαμηλούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου (στην πρώτη θέση έρχονται οι Σκανδιναβικές χώρες). Σε κοινωνίες με χαμηλούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου υπάρχει μειωμένη διάθεση για επένδυση σε κοινωνικά δίκτυα και ομάδες όπου η αμοιβή δεν είναι άμεση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεπαρκούς συμμετοχής στις διαδικασίες του συνδικαλιστικού κινήματος είναι μια ΕΛΜΕ του κέντρου της Αθήνας όπου, από τους περίπου 840 συναδέλφους, εγγράφεται στο σωματείο μόλις το 45–50%, και η συμμετοχή στις αρχαιρεσίες παρουσιάζει την εξής εικόνα : το 2006 ψήφισαν 354, το 2007: 387, το 2008: 353, το 2009: 314 και το 2010: 267, δηλαδή το 32% των συναδέλφων. Οι έκτακτες γενικές συνελεύσεις κατά κανόνα δεν πραγματοποιούνται, λόγω έλλειψης απαρτίας, ακόμα και σε περιπτώσεις που χορηγείται άδεια για την πραγματοποίησή τους, οπότε οι αποφάσεις παίρνονται από το Δ.Σ. Σε άλλη ΕΛΜΕ του κέντρου της Αθήνας, από τους 1500 συναδέλφους εγγράφονται περίπου 600 (ποσοστό 40%), ενώ στις γενικές συνελεύσεις συμμετέχει το 20% στην καλύτερη περίπτωση.
Παρόμοια κατάσταση παρουσιάζουν πολλές από τις ΕΛΜΕ της χώρας. Υπάρχουν βέβαια και ΕΛΜΕ, όπως αυτή της Νότιας Αθήνας ή της Θήρας, με μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής, οι οποίες όμως αποτελούν εξαιρέσεις και δεν ανατρέπουν τον κανόνα. Χαρακτηριστικά, στην ΕΛΜΕ Νότιας Αθήνας εδώ και δέκα χρόνια συμμετέχουν στις διαδικασίες εκλογής του Δ.Σ. της και αντιπροσώπων για το Συνέδριο της ΟΛΜΕ από 1.000 ως 1.500 εκπαιδευτικοί σε σύνολο 2.000 υπηρετούντων (ποσοστό από 50% ως 75% του συνόλου). Στις γενικές συνελεύσεις της ΕΛΜΕ συμμετέχουν σταθερά από 300 ως 600 συνάδελφοι. Αντίστοιχα στην ΕΛΜΕ Θήρας συμμετέχουν στις εκλογες 180 εκπαιδευτικοί σε σύνολο 210 υπηρετούντων (85%) και στις γενικές συνελεύσεις συμμετεχει το 60–70% των υπηρετούντων.
Χαρακτηριστική, ακόμη, περίπτωση ανεπαρκούς συμμετοχής των συναδέλφων στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του κλάδου είναι η πρόσφατη απεργία στις 22 και 23/2, όταν τα πανελλαδικά ποσοστά συμμετοχής ήταν περίπου 20% την πρώτη μέρα και 45% τη δεύτερη, κατά την οποία μάλιστα είχε κηρυχτεί γενική απεργία.
Επίσης, σε μεγάλο μέρος από το σύνολο των συνδικαλιστικών παρατάξεων ή μεμονωμένων συνδικαλιστών κυριαρχεί η λογική της συνδιαχείρισης και συνδιοίκησης της εκπαίδευσης, υπονομεύοντας τον κινηματικό χαρακτήρα του συνδικαλισμού και ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για την υποκατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος από ένα περίπλοκο και σκοτεινό δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Ορισμένες ΕΛΜΕ έχουν υποβαθμιστεί σε μηχανισμούς διαμεσολάβησης και αναπαραγωγής της διοικητικής και της πολιτικής εξουσίας, χωρίς άλλη λειτουργία πέραν του εκλογικού μηχανισμού.
Η πολιτική εξουσία γνωρίζει πολύ καλά ότι, για να ελέγξει ένα λαό, πρέπει να παρέμβει στην ιδεολογία, στην παιδεία, στην κουλτούρα και στον πολιτισμό του. Γι' αυτό και ο χώρος της παιδείας, οι εκπαιδευτικοί ως μονάδες και το συνδικαλιστικό τους κίνημα δέχονται όλες αυτές τις πιέσεις και παρεμβάσεις. Με αρωγό τις παραπάνω αρνητικές όψεις ασκείται προς το συνδικαλιστικό κίνημα ισχυρή πίεση, με σκοπό να εμφανιστεί ότι αυτό και οι συνδικαλιστές εκπρόσωποί του είναι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά στο χώρο εργασίας και στην εκπαίδευση συνολικότερα. Ο προωθούμενος κοινωνικός αυτοματισμός έχει εισχωρήσει σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα την τελευταία περίοδο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια ολομέτωπη επίθεση, που δεν μπόρεσε να αποτρέψει. Το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο για την ίδια την ύπαρξη και την πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος. Τα συνδικάτα, παρά την κριτική που ασκείται για το ρόλο και τη στάση τους, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στον προσανατολισμό, τη λειτουργία και τη δράση τους, θεωρούμε ότι αποτελούν ένα αναντικατάστατο θεσμό για την υπεράσπιση των άμεσων αλλά και μακροχρόνιων ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων. Είναι φανερό ότι το κεφάλαιο σήμερα και οι πολιτικοί εκφραστές του στην Ευρώπη και την χώρα μας θέλουν να τσακίσουν και να διαλύσουν το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί παρά τα προβλήματα που παρουσιάζει αποτελεί ακόμη εμπόδιο στα ταξικά σχέδιά τους.
Οι συνθήκες στις οποίες σήμερα δρα το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά ιδιαίτερα οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα, εάν έγκαιρα, αποφασιστικά και με τολμηρά βήματα δεν ανοίξουμε μέτωπο με τις αδυναμίες του.

4)    Το Εκπαιδευτικό Συνδικαλιστικό Κίνημα σε Άλλες Χώρες

Στην απόφαση του 13ου Συνεδρίου της ΟΛΜΕ, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνη του 2007, αλλά και στη μετασυνεδριακή ΓΣ του 2008, δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη αξιοποίησης και παραπέρα ανάπτυξης της κοινής πανεκπαιδευτικής δράσης.
Είναι όμως κοινή διαπίστωση πως σήμερα αποτελεί, επίσης, μεγάλη αναγκαιότητα η ανάπτυξη των σχέσεων της Ομοσπονδίας μας με όλες τις εκπαιδευτικές οργανώσεις της Ευρώπης, της Μεσογείου και ολόκληρου του κόσμου. Αυτή η αναγκαιότητα είναι προφανής (αυτό διαπιστώνεται κυρίως από την απόφαση της μετασυνεδριακής ΓΣ του 2008) από το γεγονός της προώθησης υπερεθνικών πολιτικών στα ζητήματα της οικονομίας, της εργασίας και της εκπαίδευσης, τόσο στην Ευρώπη, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο (σε επίπεδο ΟΟΣΑ κ.λπ.). Πολιτικών που για την απόκρουση και ανατροπή τους απαιτείται η ευρύτερη συνεργασία των εργαζομένων μέσα από τα συνδικάτα τους, σε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Και αυτό θα είναι περισσότερο αναγκαίο στο μέλλον. Όσο οι αποφάσεις θα λαμβάνονται όλο και περισσότερο σε υπερεθνικά όργανα και οργανισμούς, τόσο η αλληλεγγύη και η κοινή δράση των εργαζομένων γενικά, αλλά και των εκπαιδευτικών ειδικότερα, μέσα από το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα θα καθίσταται «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση.
Επίσης, οφείλουμε να τονίσουμε πως η ΟΛΜΕ δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα στα κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσουν τη δράση τους τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια, για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Παρόντες, επίσης, οφείλουμε να είμαστε τόσο στο παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα όσο και δημοκρατικό κίνημα για τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, φύλο, ιδεολογία, αξιοποιώντας και συνεχίζοντας την πλούσια δράση της Ομοσπονδίας στα παραπάνω κινήματα σε ολόκληρη την ιστορία της.
  1. Οι εθνικές ομοσπονδίες εκπαιδευτικών στην Ευρώπη
Στην Ευρωπαϊκές χώρες η δομή των συνδικάτων της εκπαίδευσης ποικίλει. Σε αρκετές χώρες όπως στις χώρες του νότου (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ) οι ομοσπονδίες είναι παραταξιακές, εκφράζουν δηλαδή πολιτικά ρεύματα (δεξιά, αριστερά, σοσιαλδημοκρατία) ή ακόμα και με θρησκευτικό χαρακτήρα (μουσουλμανικά ή χριστιανικά) με παραλλαγές τόσο στη δημιουργία τους όσο και στη λειτουργία τους.
Στη βόρεια Ευρώπη (Σκανδιναβικές χώρες αλλά και στη Γερμανία και σε αρκετές πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) υπάρχει βασικά μια ενιαία ομοσπονδία εκπαιδευτικών που εκφράζει τον κύριο όγκο των εκπαιδευτικών (και αυτό με μικρές παραλλαγές).
Χαρακτηριστικό των ομοσπονδιών στις περισσότερες χώρες είναι ότι έχουν μέλη εκπαιδευτικούς και από τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια). Τέτοιες είναι οι ομοσπονδίες στη Ιταλία, την Ισπανία, την Τουρκία, τη Φιλανδία, την Αγγλία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης.
Σε μερικές χώρες στις ομοσπονδίες εκπαίδευσης συμμετέχει και όλο το προσωπικό που εργάζεται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια (βοηθητικό, επιστημονικό, τεχνικό κ.λπ.) όπως στην Ιταλία, την Εσθονία, τη Σερβία κ.ά.
Χαρακτηριστικό επίσης των τελευταίων χρόνων είναι ότι σε πολλές χώρες που οι ομοσπονδίες εκπαιδευτικών έχουν δημιουργηθεί με παραταξιακό χαρακτήρα, σήμερα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, λόγω και των μεγάλων εργασιακών προβλημάτων που έχουν προκύψει από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, της κοινής συμπόρευσης, της δημιουργίας κοινών πλαισίων δράσης και κοινών κινητοποιήσεων (Γαλλία, Πορτογαλία κ.λπ.)
Διακινδυνεύοντας να είναι κανείς ισοπεδωτικός θα μπορούσε να διακρίνει μια πιο ριζοσπαστική ιδεολογική «γραμμή» αλλά και μια πιο πολιτικοποιημένη τοποθέτηση των συνδικάτων του Ευρωπαϊκού Νότου από αυτά της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό πως αυτά συμμετέχουν περισσότερο και στα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα της Ευρώπης. Βέβαια στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης και μετά την υλοποίηση των πολιτικών της Λισαβόνας και της Μπολόνιας, που είχαν και έχουν δραματικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι εκτιμήσεις των ομοσπονδιών αλλάζουν και φαίνεται να συγκλίνουν σε ορισμένες διαπιστώσεις. Έτσι τα θέματα της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης και της επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα αναδεικνύονται σήμερα ως σημαντικά προβλήματα που έχουν να παλέψουν τα συνδικάτα.
Τέλος οι μορφές πάλης ποικίλουν. Καμπάνιες για εκπαιδευτικά θέματα, συλλογική οργάνωση ατομικών διαμαρτυριών, πολύχρωμες διαδηλώσεις, μαύρα περιβραχιόνια όταν επισκέπτεται υπουργός ένα σχολείο, αλλά και απεργίες με διάρκεια, ένταση και συμμετοχή. Βλέπουμε μια πιο συχνή χρήση των απεργιακών μορφών στη νότια Ευρώπη, παρά στη Βόρεια. Στην Αγγλία για παράδειγμα έγινε μετά από πάρα πολλά χρόνια 24ωρη απεργία. Ενώ στη Γαλλία, την Ιταλία και στην Ελλάδα είναι συνηθισμένη μορφή πάλης. 
Η ΟΛΜΕ τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει μια πολύ σημαντική συνεργασία με αρκετές από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες των χωρών της Ευρώπης όπως της Γαλλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Τουρκίας, Σερβίας, Γερμανίας, Κύπρου, Μάλτας, Εσθονίας κ.ά.
  1. Οι διεθνείς οργανώσεις εκπαιδευτικών
Η ETUCE
Η ΟΛΜΕ συμμετέχει εδώ και πολλά χρόνια στην ETUCE (European Trade Union Commitee for Education), που είναι η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία των Εκπαιδευτικών Οργανώσεων. Η ETUCE είναι ο θεσμικός «συνομιλητής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σχεδιάζει και υλοποιεί διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, είτε για τα εργασιακά ζητήματα που απασχολούν τους εκπαιδευτικούς (μισθοί, συντάξεις, εργασιακό άγχος και επαγγελματική εξάντληση των εκπαιδευτικών, εκπαίδευση των εκπαιδευτικών κ.ά.), είτε για εκπαιδευτικά θέματα (όπως τη βία στα σχολεία, την ισότητα των φύλων στην εκπαίδευση, τον κοινωνικό διάλογο στον τομέα της εκπαίδευσης, τις νέες τεχνολογίες και την από απόσταση εκπαίδευση κ.ά.). Πολλά από αυτά τα προγράμματα χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε.
H Education International (Ε.Ι.)
Η ΟΛΜΕ συμμετέχει, επίσης, στην Education International (Ε.Ι.), που είναι η Διεθνής Συνομοσπονδία των Εκπαιδευτικών.
H E.I. είναι μια δυναμική συνομοσπονδία, που παίζει ένα σημαντικό ρόλο διεθνώς, σε συνεργασία με την UNESCO. Έχει 394 εκπαιδευτικές ομοσπονδίες – μέλη από 171 χώρες και εθνότητες, καλύπτοντας 30 εκατομμύρια μέλη (εκπαιδευτικούς και γενικά εργαζόμενους και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης).
Πραγματοποιεί συνέδριο κάθε 3 χρόνια, από το οποίο εκλέγεται και η Εκτελεστική Επιτροπή, στην οποία εκπροσωπούνται όλες οι ομοσπονδίες από όλες τις ηπείρους.
H Πανευρωπαϊκή δομή της Education International (Ε.Ι.Ε.)
Στο επίπεδο των διάφορων ηπείρων η Ε.Ι. έχει δημιουργήσει τμήματα (δομές) που λειτουργούν και ανεξάρτητα. Στην Ευρώπη έχει δημιουργηθεί η Πανευρωπαϊκή Δομή της ΕΙ, Education International Europe – EIE, η οποία καλύπτει όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Για να γίνει κατανοητό ποια ήταν η διαφορά της ETUCE από την Πανευρωπαϊκή Δομή της Ε.Ι., αρκεί να σημειώσουμε πως στην ETUCE συμμετέχουν οι Ομοσπονδίες των Εκπαιδευτικών από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΖΕΣ, συνολικά 34.
Αντίθετα, στην Πανευρωπαϊκή Δομή της Education International (E.I.) συμμετείχαν Ομοσπονδίες από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Δηλαδή, πιο απλά, η ETUCE καλύπτει υποσύνολο των εκπαιδευτικών που καλύπτει η ΕΙE.
Η ETUCE και η Πανευρωπαϊκή Δομή της Education International λειτουργούσαν ουσιαστικά μαζί και παράλληλα. Τα όργανα των παραπάνω οργανώσεων (συνέδριο, εκτελεστική επιτροπή, γραφείο – προεδρείο) συνεδριάζουν ταυτόχρονα. Βέβαια, η κάθε οργάνωση λειτουργούσε με δική της γραμματεία και μηχανισμό, αναπτύσσοντας παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες δράσεις.
Η Ενιαία Συνομοσπονδία Εκπαιδευτικών Της Ευρώπης
Πραγματοποιήθηκε στις 22/11/2010 στις Βρυξέλλες το κοινό έκτακτο καταστατικό συνέδριο της ETUCE (Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εκπαιδευτικών των χωρών της ΕΕ) και της EIE (Ευρωπαϊκού Τμήματος της Διεθνούς Εκπαιδευτικής Συνομοσπονδίας). Στο συνέδριο αυτό, μετά και από πολλές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ψηφίστηκαν η ενοποίηση των δύο συνομοσπονδιών καθώς και το νέο καταστατικό της ενιαίας συνομοσπονδίας, η οποία καλύπτει πλέον συνδικαλιστικά τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (είτε ανήκουν στην ΕΕ είτε όχι). Έτσι, η νέα ETUCE, όπως ονομάστηκε η νεότευκτη οργάνωση, αποτελεί συγχρόνως και το ευρωπαϊκό τμήμα της Education International. Ψηφίστηκε επίσης η δημιουργία μιας ομάδας εργασίας η οποία θα ασχοληθεί με πλευρές υλοποίησης του νέου εσωτερικού κανονισμού της ETUCE.
Τα όργανα της ενιαίας ETUCE φαίνονται στο παρακάτω ιεραρχικό σχήμα:
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ETUCE (συνεδριάζει κάθε τρία χρόνια)
415 αντιπρόσωποι 3.946 ψήφοι
ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ETUCE
(συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο)
Πρόεδρος
Συντονιστής Ευρώπης Ε.Ι. (ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ)
6 Αντιπρόεδροι
Ταμίας
51 Μέλη από όλες τις χώρες (κάθε χώρα εκπροσωπείται από 1 θέση)
ΓΡΑΦΕΙΟ (ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ) ETUCE
Πρόεδρος
Συντονιστής Ευρώπης Ε.Ι. (ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ)
6 Αντιπρόεδροι
Ταμίας
Η εξέλιξη της ενοποίησης της συνδικαλιστικής έκφρασης των εκπαιδευτικών στην Ευρώπη είναι καταρχάς ένα θετικό γεγονός. Όμως παραμένουν ανοικτά ορισμένα ζητήματα που αφορούν τη εσωτερική δημοκρατική λειτουργία αλλά και την ανεξαρτησία της νέας οργάνωσης απέναντι τόσο στην Εducation Ιnternational όσο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτά τα θέματα πρέπει να συζητηθούν αναλυτικά στο πλαίσιο του νέου εσωτερικού κανονισμού το επόμενο διάστημα.
Όπως σημείωσε, ο εκπρόσωπος της ΟΛΜΕ στο τελευταίο συνέδριο, βιώνουμε αυτή την περίοδο μια πολύ κρίσιμη κατάσταση. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι εκπαιδευτικοί υφίστανται μια βάρβαρη οικονομική πολιτική. Οι κυβερνήσεις με πρόσχημα την οικονομική κρίση επιχειρούν να αφαιρέσουν κατακτήσεις και δικαιώματα των εργαζομένων που θεμελιώθηκαν με πολύχρονους αγώνες εδώ και έναν αιώνα. Η νέα ETUCE και η EI έχουν καθήκον να οργανώσουν και να συντονίσουν το επόμενο διάστημα τους αγώνες των εκπαιδευτικών σε όλη την Ευρώπη, μαζί και με τους άλλους εργαζόμενους. Θα πρέπει να οργανώσουμε από κοινού την αντίστασή μας στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ασκούνται σε όλες τις χώρες, με στόχο να τις ακυρώσουμε.
Εκτίμηση από τη συμμετοχή μας στις ETUCE και ΕΙ (από την απόφαση της μετασυνεδριακής ΓΣ 2008)
Η ΟΛΜΕ συμμετέχει στις γενικές συνελεύσεις και τα συνέδρια αυτών των οργανώσεων με τους αντιπροσώπους που προβλέπονται με βάση τα μέλη που δηλώνουμε. Συμμετέχουμε, επίσης, σε σεμινάρια, συνέδρια και ημερίδες της ETUCE και της EI, όταν το θέμα τους αφορά το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών (μισθοί, συνθήκες εργασίας, συνταξιοδοτικά, υγιεινή και ασφάλεια εργασίας κ.λπ.), ζητήματα εκπαίδευσης, κυρίως της δευτεροβάθμιας, δικαιωμάτων και γενικότερα σε θέματα που έχει αναπτύξει δράση η ΟΛΜΕ και το ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ (π.χ. αντιρατσιστική εκπαίδευση, ισότητα φύλων κ.λπ.).
Από την εμπειρία μας, λόγω της πολύχρονης συμμετοχής μας στα όργανα και τις διαδικασίες της ETUCE και της EI, διαπιστώνουμε τα εξής:
Στην ΕTUCE επικρατούν περισσότερο συντηρητικές – διαχειριστικές αντιλήψεις. Η ETUCE, ειδικότερα, αποδέχεται το ρόλο της ως «θεσμικού συνομιλητή» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στηρίζει την εξελισσόμενη διαδικασία της Λισαβόνας και της Μπολόνια. Αποδέχεται βέβαια, μάλλον σε διακηρυκτικό επίπεδο, πως η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό και αναφέρεται στην ανάγκη αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και της οικονομικής, επαγγελματικής και επιστημονικής στήριξη των εκπαιδευτικών ως απαραίτητους όρους για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Συμμετέχει σε κινητοποιήσεις που οργανώνονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από την Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (CES).
Διαπιστώνουμε, επίσης, από τη συμμετοχή μας στα όργανα της ΕTUCE πως υπάρχει σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα σε ό,τι αφορά στις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων. Οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από το προεδρείο – γραφείο της οργάνωσης και όχι από την Εκτελεστική της Επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν όλες οι χώρες, ή από συνέδρια και γενικές συνελεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως η Εκτελεστική Επιτροπή συνεδριάζει μόνο δύο φορές το χρόνο και τις περισσότερες φορές βρίσκεται μπροστά σε τετελεσμένα και προσυμφωνημένα κείμενα και θέσεις, για την αλλαγή των οποίων οι δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες.
Η Ε.Ι. εκτιμάμε πως βλέπει πιο «ανοικτά» τα θέματα. Μη έχοντας άμεση εμπλοκή με τις διαδικασίες της Ε.Ε. αντιμετωπίζει περισσότερο κριτικά τις εκπαιδευτικές πολιτικές που ασκούνται. Χαρακτηριστική είναι η κριτική στάση της στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και στα πορίσματα του διαγωνισμού PISA, η συμμετοχή της οργάνωσης στις διαδικασίες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ αλλά και τα ψηφίσματα συμπαράστασης στις κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι είναι αναγκαίο να αξιοποιούμε τις διεθνείς οργανώσεις και για την έμπρακτη εκδήλωση της αλληλεγγύης σε περιόδους κινητοποιήσεων και για άσκηση διεθνούς πίεσης προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Στην κατεύθυνση αυτή:
Είναι απαραίτητο να εργαστούμε για να δημιουργηθούν οι όροι ουσιαστικότερης παρέμβασής μας στο επίπεδο αυτών των συνομοσπονδιών, σε ό,τι αφορά θέσεις αλλά και δράσεις. Αυτό προϋποθέτει τη δική μας προσπάθεια για τη συνεννόηση με εκείνα τα συνδικάτα – μέλη της ETUCE και της E.I. με τα οποία οι θέσεις και οι προτάσεις μας συγκλίνουν.
Επίσης, με την ευκαιρία αλλαγών που θα γίνουν στο καταστατικό της ΕTUCE και της Ε.Ι.E., η δική μας παρέμβαση πρέπει να γίνει στην κατεύθυνση ουσιαστικού εκδημοκρατισμού τους, κυρίως σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων και την κατοχύρωση πιο ουσιαστικού ρόλου για τις εθνικές ομοσπονδίες.
Η Διεθνής Συνομοσπονδία WFTU – FISE (World Federation of Teachers’ Unions)
Η άλλη παγκόσμια εκπαιδευτική συνομοσπονδία, η WFTU – FISE, που στο παρελθόν συσπείρωνε τα συνδικάτα των σοσιαλιστικών χωρών και αυτών του τρίτου κόσμου, σήμερα αντικειμενικά έχει περιοριστεί σε εκπροσώπηση ορισμένων (κυρίως ασιατικών) συνδικάτων εκπαίδευσης και έχει έδρα την Ινδία.
Παρ’ όλα αυτά, η ΟΛΜΕ παρακολουθεί τις εξελίξεις και τις θέσεις της WFTU – FISE μέσα από το περιοδικό και τα λοιπά δημοσιεύματά της, και προσπαθεί να συμμετέχει, όταν είναι δυνατό, στα συνέδριά της.
  1. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΟΛΜΕ ΣΕ ΔΙΕΘΝΗ ΦΟΡΟΥΜ
α. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ) – Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εκπαίδευσης του ΕΚΦ
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ) αποτελεί έναν ανοικτό χώρο όπου ομάδες της κοινωνίας πολιτών καθώς και κινήματα εναντίον του ιμπεριαλισμού και της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης αγωνίζονται για τη δημιουργία μιας κοινωνίας δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας με κέντρο τον άνθρωπο. Συγκεντρώνονται για να συζητήσουν ιδέες με δημοκρατικό τρόπο, να διαμορφώσουν προτάσεις, να μοιραστούν τις εμπειρίες τους ελεύθερα και να δημιουργήσουν δίκτυα με σκοπό να προβούν σε αποτελεσματικές ενέργειες και παρεμβάσεις, υπέρ των σκοπών τους.
Η ΟΛΜΕ συμμετείχε με εκπροσώπους της από το ξεκίνημα των διαδικασιών του ΕΚΦ. Με εξαίρεση το 2ο ΕΚΦ, που έγινε στο Παρίσι, συμμετείχε στα υπόλοιπα, στο 1ο στη Φλωρεντία στο 3ο στο Λονδίνο, στο 4ο στην Αθήνα, στο 5ο στο Μάλμοε και στο 6ο στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, εκπρόσωποι της ΟΛΜΕ συμμετείχαν στη μεγαλειώδη διαδήλωση στη Γένοβα. Παλαιότερα εκπρόσωποί μας συμμετείχαν και στις ευρωδιαδηλώσεις.
Μετά το 3ο ΕΚΦ η ΟΛΜΕ, μαζί με άλλες εκπαιδευτικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα από διάφορες χώρες της Ευρώπης, συνέβαλε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εκπαίδευσης, που λειτουργεί στο πλαίσιο του ΕΚΦ, αλλά και αυτόνομα. Σε αυτό συμμετέχουν συνδικάτα εκπαιδευτικών, ενώσεις φοιτητών, πολιτικές ή ιδεολογικές συλλογικότητες που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, οργανώσεις νεολαίας, κινήματα γονέων, κοινωνικά κινήματα και δίκτυα και μεμονωμένα άτομα.
Το Δίκτυο εξέδωσε δύο διακηρύξεις για την εκπαίδευση και οργάνωσε επίσης δύο πανευρωπαϊκές εβδομάδες δράσης για την εκπαίδευση. Πολύ σημαντική ήταν η δράση του αλλά και η παρουσία του στις εργασίες του τέταρτου ΕΚΦ, στην Αθήνα, το Μάη του 2006. Οργανώνει σεμινάρια – συζητήσεις και γενικές συνελεύσεις για την εκπαίδευσης σε κάθε φόρουμ. Εξέδωσε ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο με περιεχόμενο τα προβλήματα της εκπαίδευσης σε χώρες της Ευρώπης.
β. Μεσογειακό Δίκτυο Εκπαιδευτικών Οργανώσεων
Η διαχειριστική αντίληψη που, κατά το μάλλον ή ήττον, χαρακτηρίζει πολλές διεθνείς οργανώσεις και η ανάγκη να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες για τη στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης απέναντι στις ισχυρές επιθέσεις ιδιωτικοποίησής της που δέχεται σε πανευρωπαϊκό και διεθνές, ευρύτερα, επίπεδο μας ώθησαν να διερευνήσουμε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός ριζοσπαστικού πόλου εκπαιδευτικών συνδικάτων. Ενός πόλου που θα παρεμβαίνει, εντός και εκτός των υπερεθνικών συνομοσπονδιών, με κοινές πρωτοβουλίες. Έτσι, από αναζητήσεις και συζητήσεις χρόνων ανάμεσα σε εκπροσώπους συνδικάτων που είχαν παρόμοιους προβληματισμούς και πολιτικές ευαισθησίες προέκυψε η πρωτοβουλία για τη δημιουργία του Μεσογειακού Δικτύου Εκπαιδευτικών Οργανώσεων.
Τα μεσογειακά συνδικάτα των εκπαιδευτικών συναντήθηκαν τέσσερις φορές (στην Κύπρο, Μάλτα, Ισπανία και Ελλάδα) και όπως φέρεται στην πρώτη κοινή τους διακήρυξη, για να υπογραμμίσουν «την ανάγκη για συζήτηση και συνεργασία μεταξύ των συνδικάτων και των εκπαιδευτικών της περιοχής, προκειμένου να διακηρυχθεί πάλι ο ρόλος τους για την υπεράσπιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, ελεύθερου για όλους χωρίς οποιαδήποτε διάκριση, ενάντια σε εκείνες τις πολιτικές που διευρύνουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στις σημερινές κοινωνίες». Τα Συνδικάτα διακήρυξαν για μια ακόμη φορά την ανάγκη για υψηλότερες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και για μια καλύτερη θέση του εκπαιδευτικού, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω των αξιοπρεπών μισθών και συντάξεων και με σταθερή και μόνιμη εργασία.
Μέχρι στιγμής συμμετέχουν στο μεσογειακό δίκτυο συνδικάτα από την Αίγυπτο (GTU/ESR), το Λίβανο (TSL και LPESP), τη Μάλτα (MUT), την Κύπρο (ΟΕΛΜΕΚ – ΟΛΤΕΚ – ΠΟΕΔ – KTOS  –  KTEOS), τη Σερβία (TUS), την Ιταλία (FCL/CGIL), τη Γαλλία (SNES/FSU), την Ισπανία (STES – I και FECCOO), την Ελλάδα (ΟΛΜΕ και ΔΟΕ), και το Μαρόκο.
Θεωρούμε πολύ σημαντική αυτή την πρωτοβουλία, γιατί ανοίγει ακόμη ένα διεθνές παράθυρο συνεργασίας, αλλά και γιατί τα εκπαιδευτικά συνδικάτα στη Νότια Ευρώπη και στη Μεσόγειο είναι πιο ριζοσπαστικά από αυτά της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Είναι εφικτό, λοιπόν, με την αναζήτηση μέσα από το Μεσογειακό Δίκτυο κοινών σκοπών και στόχων, να αναπτύξουμε κοινές δράσεις και αντιστάσεις στις επιθέσεις που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση αλλά και ο κλάδος των εκπαιδευτικών.

5)    Τι Συνδικαλιστικό Κίνημα Χρειάζονται Σήμερα οι Εκπαιδευτικοί;

Σε σχέση με την πολιτική, ο συνδικαλισμός διαφοροποιείται καταρχάς στο επίπεδο των επιδιώξεών του. Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αξιοποιεί την πείρα του για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, για τη χαλιναγώγηση της αυθαιρεσίας και του αυταρχισμού της διοίκησης, για τη διασφάλιση και την προαγωγή της παιδαγωγικής αυτονομίας στην άσκηση του έργου τους, για τη στελέχωση των θεσμών με αμερόληπτα, αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και για τη διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών στη μόρφωση για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τα όποια κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις ατομικές ιδιαιτερότητές τους.
Δίνοντας πρωταρχική σημασία στη διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων και υπηρετώντας αξίες όπως η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη, το συνδικαλιστικό κίνημα θα έπρεπε να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με μια πολιτική ηγεσία που εκφράζει, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων. Ο ενστερνισμός αυτών των αξιών και επιδιώξεων και ο συνεχής αγώνας για την προώθησή τους αποτελεί μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας. Η ταύτιση της συνδικαλιστικής ηγεσίας με μια πολιτική εξουσία που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των εργαζομένων και η απεμπόληση των επιδιώξεων των εργαζομένων είναι στοιχεία που διαμορφώνουν ένα νοσηρό κλίμα αναποτελεσματικότητας και απογοήτευσης στο συνδικαλιστικό κίνημα, υπονομεύουν και συρρικνώνουν τα συνδικάτα και τελικά διαιωνίζουν εκμεταλλευτικές σχέσεις σε βάρος των εργαζομένων. Η εμπειρία δείχνει, εξάλλου, ότι οι πιο σημαντικές εξάρσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, οι πιο φωτεινές περίοδοι της ιστορίας του συνδέονται με περιπτώσεις απεμπλοκής από τις νοοτροπίες και τις πρακτικές ενός κυβερνητικού συνδικαλισμού, που θυσιάζει τα πάντα στο βωμό βραχυπρόθεσμων σκοπιμοτήτων.
Η αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να αποτρέψει τις βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές και να οργανώσει αποτελεσματικούς αγώνες για την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων πρέπει να αποτελέσει μια ευκαιρία για όλους τους συναδέλφους που αγωνιούν για το συνδικαλιστικό κίνημα, προκειμένου αυτό να επανεξετάσει την πορεία του, να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα και να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του καταπρόσωπο. Δεν μπορεί να συνεχίσει τον θετικό του ρόλο και δρόμο αν δεν πείθει τους συναδέλφους και την κοινωνία. Η αυταρέσκεια στη δράση και τη λογική δεν έχει καμιά θέση στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Απαιτείται ισχυρή πολιτική και ιδεολογική ενίσχυση των θέσεων και των απόψεων του συνδικαλιστικού κινήματος. Ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης, οι θέσεις μας πρέπει να είναι ολοκληρωμένες και κατανοητές, να εκφράζουν τους συναδέλφους, να αντέχουν σε κάθε πίεση, σε κάθε παρέμβαση της οποιασδήποτε εξουσίας και να μην χρειάζονται επεξηγήσεις και αστερίσκους. Το συνδικαλιστικό κίνημα επιβάλλεται να οργανώνει και να πραγματοποιεί στοχευμένες κινητοποιήσεις οι οποίες θα συσπειρώνουν τους συναδέλφους, να προτάσσει το κοινό και το ευρύτερο, και να μπορεί έτσι να εντάσσει τα στενά κλαδικά αιτήματα μέσα στα ευρύτερα εργασιακά και κοινωνικά θέματα.
Ειδωμένο από τη σκοπιά του κοινωνικού κεφαλαίου, ζητούμενο για το συνδικαλιστικό κίνημα είναι να οικοδομήσει δίκτυα που θα διαθέτουν κοινές αξίες και κοινά κριτήρια αποφάσεων. Δίκτυα στα οποία οι συμμετέχοντες θα έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία και οι διαδικασίες συνεργασίας και συμμετοχής τους θα μετριάζουν τις αμφιβολίες τους και θα προάγουν την αποτελεσματικότητα. Άμεσες αλλαγές μπορούν να γίνουν στο επίπεδο της πληροφόρησης και στη συχνή και ποιοτική επικοινωνία μεταξύ ατόμων και ομάδων για να αυξηθεί η συμμετοχή, συνεπώς και η αμοιβαιότητα και η εμπιστοσύνη. Και εδώ σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει το Διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες.
Προφανώς, η προσωπική φυσική παρουσία και η πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση, είναι πολύ προτιμότερη. Αλλά όταν πολλοί άνθρωποι δεν έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων είναι ανεκτίμητη. Συχνά οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές δραστηριότητες (π.χ. συσκέψεις) πραγματοποιούνται σε χρόνο και τόπο που άτομα με οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως είναι κυρίως οι γυναίκες, δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Η χρήση των ΤΠΕ (Τεχνολογιών Πληροφόρησης και Επικοινωνίας, όπως λίστες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, wikis, fora κ.α.) βοηθά ώστε να μην αποκλείονται από την ενημέρωση και την συμμετοχή άτομα με περισσότερες υποχρεώσεις και λιγότερο ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον το Διαδίκτυο μπορεί να ενδυναμώσει την αφοσίωση των μελών σε μια συλλογική δράση, παρέχοντας ταχύτερη και πιο συχνή επικοινωνία. Ακόμη, το Διαδίκτυο διευκολύνει τις διεθνείς συνδέσεις και συνεργασίες. Η παγκόσμια προβολή που μπορεί να δώσει σε τοπικού επιπέδου κινητοποιήσεις και εκστρατείες είναι πολύ σημαντική και ανέξοδη.
Είναι σαφές ότι οι νέες ΤΠΕ δεν είναι πανάκεια για τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα σήμερα. Η πρόσβαση και η γνώση των ΤΠΕ είναι εξαιρετικά ανισομερής μέσα στον πληθυσμό, η επικύρωση των μέσω αυτών διακινούμενων πληροφοριών δεν είναι εύκολη, ενώ ολόκληρα τα φυσικά δίκτυα των ΤΠΕ υπόκεινται στον άμεσο και ολοκληρωτικό έλεγχο της εξουσίας. Έτσι, τα συνδικάτα θα πρέπει να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης και δράσης και να αξιοποιούν τις ΤΠΕ σε μεγάλο βαθμό μεν, αλλά με συναίσθηση του επικουρικού προς τις κύριες μορφές δράσης και επικοινωνίας χαρακτήρα.
Σε πολιτικό επίπεδο, πρέπει να επιμείνουμε στην ενίσχυση και τη διεύρυνση των ταξικών χαρακτηριστικών του συνδικαλιστικού κινήματος. Να αποκρούσουμε την προσπάθεια της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, που θέλουν να καλλιεργήσουν και να εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, να διαιρέσουν και να απομονώσουν τμήματα των εργαζομένων, να ενσωματώσουν και να υποτάξουν το συνδικαλιστικό κίνημα, κρύβοντας την ταξική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Να δυναμώσουμε και να ενισχύσουμε την κοινωνική αλληλεγγύη στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και προς τους πιο αδύνατους και ιδιαίτερα τους μετανάστες, που σήμερα πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Να πολιτικοποιήσουμε τις παρεμβάσεις και τους αγώνες μας σε όλα τα επίπεδα του συνδικαλιστικού κινήματος αντιπαλεύοντας συντεχνιακά φαινόμενα και αντιλήψεις. Η μεταφορά ευθυνών από το ένα επίπεδο στο άλλο, η καλλιέργεια συντεχνιακών αντιλήψεων, οι διαιρέσεις και οι αντιπαραθέσεις διασπούν το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων για την απόκρουση των αντιλαϊκών πολιτικών. Να διευρύνουμε τις συμμαχίες μας με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, με τις άλλες κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από αυτήν την αδιέξοδη πολιτική.
Ταυτόχρονα, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να πάρει συγκεκριμένα μέτρα προς την κατεύθυνση των νέων, που πλήττονται και θα πληγούν ακόμα περισσότερο από τις επιλογές που γίνονται για τις εργασιακές σχέσεις, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, τις αλλαγές στην παιδεία κ.λπ. και με κοινές αγωνιστικές παρεμβάσεις να αντισταθεί στην προσπάθεια ισοπέδωσης των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
Να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα πελατειακών σχέσεων, διαμεσολάβησης και διαφθοράς, που το σύστημα για να καλύψει τις ανάγκες του έχει αφήσει και αφήνει έδαφος να αναπτυχθούν από ελάχιστες μειοψηφίες, αλλά αξιοποιούνται για να συκοφαντηθούν συνολικά οι εκπαιδευτικοί και όλοι οι εργαζόμενοι.
Να ενισχύσουμε την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος από κυβερνήσεις και κόμματα. Η υποκατάσταση πολλές φορές της δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων από συμφωνίες ανάμεσα στις ηγεσίες των παρατάξεων , έχει οδηγήσει στην απαξίωση των συνδικάτων, στην αναξιοπιστία τους, στην ακύρωση του ρόλου τους. Η κατάκτηση της αυτονομίας των συνδικάτων και η αγωνιστική προώθηση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων αποτελούν βασική προϋπόθεση για μια άλλη πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος.
Να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της οργανωτικής ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ύπαρξη εκατοντάδων Σωματείων στο Δημόσιο, η ύπαρξη δεκάδων Ομοσπονδιών αποτελούσε και αποτελεί σημαντικό πρόβλημα οργανωτικής διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη δύο Συνομοσπονδιών (Γ.Σ.Ε.Ε. και Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), σε συνδυασμό με τις κομματικές – παραταξιακές σκοπιμότητες, δυσκολεύει την αγωνιστική και ενιαία δράση όλων των εργαζομένων, που σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, με την πρόσληψη εκτάκτων, έχει αλλάξει τελείως τα δεδομένα στο Δημόσιο. Η μόνιμη απασχόληση όλο και περιορίζεται.
Πολύ σημαντικό ζήτημα και για το χώρο της εκπαίδευσης παραμένει η συνδικαλιστική κάλυψη όλων των συναδέλφων και ιδιαίτερα των «εκτός των τειχών». Ταυτόχρονα, η άγρια εκμετάλλευση των συναδέλφων μας που εργάζονται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις είναι θέμα που πρέπει να απασχολήσει το συνδικαλιστικό κίνημα και να εντάξει πιο αποφασιστικά στη δράση του την προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των συμβασιούχων συναδέλφων.
Να πάρουμε μέτρα για την αξιοπιστία και την αναβάθμιση του κύρους του συνδικαλιστικού κινήματος. Η αξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος συνδέεται άμεσα, εκτός των άλλων, με τη στάση των ίδιων των συνδικαλιστικών στελεχών. Δυστυχώς, σήμερα εκδηλώνονται συμπεριφορές από ορισμένα στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος που εκθέτουν το κίνημα στο σύνολό του και δίνουν τη δυνατότητα στους αντιπάλους να συκοφαντούν και να απαξιώνουν το συνδικαλισμό. Οι παχυλές και προκλητικές αμοιβές συνδικαλιστών του ιδιωτικού τομέα, που συνδέονται με τη συνδικαλιστική τους ιδιότητα, η αξιοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης για προσωπικά και πολιτικά οφέλη, η αποδοχή κυβερνητικών ή διοικητικών θέσεων και η εναλλαγή των ρόλων, η αξιοποίηση των συνδικαλιστικών αδειών για προσωπικά οφέλη, με ταυτόχρονη απουσία από τη συλλογική δράση και τους αγώνες, η διαμεσολάβηση για την προώθηση συμφερόντων με κομματικά ή παραταξιακά κριτήρια, έχουν εκθέσει και εκθέτουν το συνδικαλιστικό κίνημα. Για το χώρο της εκπαίδευσης και ευρύτερα του Δημοσίου, η τοποθέτηση συνδικαλιστικών στελεχών σε θέσεις του διοικητικού μηχανισμού πέρα από τα άλλα προβλήματα που δημιουργεί ακυρώνει τον ίδιο το ρόλο του συνδικαλιστικού κινήματος και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ενότητα, τη συσπείρωση και τη δράση. Απαιτείται άμεσα η θεσμοθέτηση ενός κώδικα δεοντολογίας για όλα τα συνδικαλιστικά στελέχη.
Να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα γραφειοκρατικής λειτουργίας της ΟΛΜΕ και πολλών ΕΛΜΕ που από αυθεντικοί εκφραστές των μελών τους τείνουν να αποτελέσουν γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, με τις παρατάξεις να υποκαθιστούν τη συμμετοχή και το διάλογο μεταξύ των συναδέλφων και να ευνοούν τις «συνεννοήσεις» σε επίπεδο ηγεσίας. Ταυτόχρονα πολλές ΕΛΜΕ τις περισσότερες φορές αρκούνται στην απλή γνωστοποίηση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, χωρίς να διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα ενημέρωσης και ενεργοποίησης των συναδέλφων. Πολλές αποφάσεις για απεργιακές κινητοποιήσεις παίρνονται από τα Δ.Σ παρουσία ελάχιστων συναδέλφων ή χαρακτηρίζονται Γ.Σ συναθροίσεις λίγων συναδέλφων. Απαιτείται η τήρηση των καταστατικών δημοκρατικών διαδικασιών, η ουσιαστική λειτουργία των οργάνων διοίκησης και η λήψη μέτρων που θα ενισχύουν τη διαφάνεια και την πληροφόρηση για τις αποφάσεις. Ταυτόχρονα, πρέπει να πάρουμε συγκεκριμένα μέτρα για τη μεγαλύτερη ενεργοποίηση των συναδέλφων στη ζωή των ΕΛΜΕ.
Να συντονίσουμε τη δράση μας με τους εργαζόμενους της Ευρώπης. Οι τελευταίες εξελίξεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούνται στους εργαζομένους σε άλλες χώρες και ιδιαίτερα του Νότου επιβάλλουν τον συντονισμό και την κοινή δράση. Η μετακίνηση των κέντρων λήψης αποφάσεων και άσκησης της οικονομικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές επίπεδο είναι σημαντικότατη πρόκληση για τα συνδικάτα, τα οποία εξακολουθούν να είναι οργανωμένα στο μοντέλο του «έθνους – κράτους». Απαιτείται, λοιπόν, η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου ως νέου πεδίου ταξικής πάλης, γεγονός που γίνεται σήμερα εμφανέστερο με την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και του συμφώνου ανταγωνιστικότητας για τους εργαζομένους όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Ζητούμενα είναι η συστηματική οικοδόμηση διμερών και πολυμερών σχέσεων και συμμαχιών με τα συνδικάτα των άλλων χωρών, η δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών, η ανάληψη κοινής συνδικαλιστικής δράσης (Βαλκάνια, Νότια Ευρώπη) και η αναβάθμιση της διεθνούς συνδικαλιστικής παρέμβασης.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, δέχεται και θα δεχτεί μεγάλη επίθεση. Η κυβέρνηση και το κεφάλαιο θα συνεχίσουν τη συκοφαντική επίθεση σε βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος, με στόχο να το παρουσιάσουν συνένοχο στην κρίση. Στόχος τους είναι να συκοφαντήσουν τα συνδικάτα, αλλά και να καθυποτάξουν και να εξουδετερώσουν κάθε συλλογική δράση που προβάλλει αντίσταση στο μονόδρομο του Μνημονίου.
Επείγει λοιπόν μια μεγάλη στροφή της ΟΛΜΕ και του συνδικαλιστικού κινήματος ευρύτερα, ώστε να κερδίσει εμπιστοσύνη, διαπραγματευτική δύναμη, κύρος και αποτελεσματικότητα. Επείγει να χαράξουμε μια νέα στρατηγική, βασικά στοιχεία της οποίας είναι:
         Αλλαγή προσανατολισμού. Σήμερα η λογική των μικρών βημάτων, οι διορθωτικές κινήσεις όχι μόνο είναι αναποτελεσματικές αλλά και σπείρουν την ηττοπάθεια. Κεντρικό ζήτημα της περιόδου είναι η απεμπλοκή από το μνημόνιο, και γενικότερα η απόκρουση και ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόζονται στη χώρα μας και σε όλη την Ευρώπη.
         Νέο πλαίσιο στόχων και αιτημάτων. Οι πολιτικές της κυβέρνησης έχουν ανατρέψει τα δεδομένα και ορισμένα πράγματα πρέπει να τα δούμε εξ αρχής. Μαζί με τα όχι μας πρέπει να συνεχίσουμε να προβάλλουμε και να επικαιροποιούμε τις δικές μας προτάσεις και τα αντίστοιχα αιτήματα. Κεντρικά ζητήματα σήμερα είναι η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων μας, η διεκδίκηση αυξήσεων με πρώτο βήμα την ακύρωση των περικοπών που έγιναν στις αποδοχές μας, η προστασία των άνεργων συναδέλφων μας, το χτύπημα της ακρίβειας, η υπεράσπιση των ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η απόκρουση των ιδιωτικοποιήσεων, η υπεράσπιση των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών.
         Κοινωνικές συμμαχίες. Η πολιτική που ασκείται πλήττει και τα μεσαία στρώματα και τα σπρώχνει σε απόγνωση και προλεταριοποίηση, πλήττει την νεολαία, τις γυναίκες. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί προϋποθέσεις δημιουργίας συμμαχιών με άλλες ενδιάμεσες τάξεις και στρώματα ώστε να διευρύνεται το μέτωπο πάλης αλλά και με τα διάφορα κινήματα που αντιστέκονται σε επιμέρους θέματα. Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει χρέος να εναρμονιστεί ενεργά με αυτά τα κινήματα. Επειδή η αντίσταση στο μνημόνιο είναι υπόθεση όχι μόνο των συνδικάτων αλλά και άλλων φορέων των μικρομεσαίων, των αγροτών, των επιστημόνων και άλλων κινημάτων χρειάζεται η συγκρότηση ενός πανελλαδικού κοινωνικού δικτύου που θα ενοποιήσει τη δράση και θα δώσει μια νέα δυναμική στο μαζικό κίνημα.
         Μορφές πάλης. Στην Ελλάδα δεν πάσχουμε από αριθμό απεργιών αλλά από ουσία απεργιακής πάλης, από σωστά προετοιμασμένες και μαζικές απεργίες. Είναι θετικό ότι δημιουργήθηκαν μεγάλα γεγονότα στις 5/5/10, στις 15/12/10 και στις 23/2/11, κάτι που πέραν των άλλων δείχνει την ικανότητα –ακόμη–  των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων να παράγουν μεγάλα γεγονότα, όμως σήμερα δεν αρκούν ορισμένες κεντρικές κινήσεις. Χρειάζεται η δημιουργία ενός μεγάλου πολύμορφου αγωνιστικού και απεργιακού κινήματος που θα συνδυάζει τις κλαδικές και πανεργατικές κινητοποιήσεις, που θα αξιοποιεί όλες τις μορφές πάλης, που θα αποφασίζονται κατά το δυνατόν από μαζικές συνελεύσεις των εργαζομένων, ένα κίνημα που θα γεμίζει τους δρόμους. Δεν πρέπει να θεωρούμε πανάκεια την απεργιακή μορφή στους αγώνες μας, γιατί σε περίοδο κρίσης η απώλεια του μεροκάματου είναι επώδυνη και χρειάζεται να αναζητήσουμε και άλλες μορφές πάλης, π.χ. συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, συλλογή υπογραφών, αποκεντρωμένη δράση στην περιφέρεια και σε δήμους, μορφές που εντείνουν την πολιτική πίεση. Επίσης στις σημερινές συνθήκες είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εκφράζεται η ποικιλόμορφη αλληλεγγύη σε όσους αγωνίζονται αλλά και σε τμήματα εργαζομένων που πλήττονται ιδιαίτερα από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Ενδιαφέρον έχει και η δραστηριοποίηση σε μορφές αντίστασης στην ακρίβεια με καταναλωτικά κινήματα, συνεταιρισμούς κ.α.
         Ανάκτηση αξιοπιστίας. Βασικό ζήτημα είναι η αυτοκάθαρση των συνδικάτων από συμπεριφορές και πρακτικές που το έχουν πληγώσει. Η διαμόρφωση ενός κανονισμού δεοντολογίας από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα είναι κρίσιμο ζήτημα στις μέρες μας, που η απαξίωση πλήττει και πρόσωπα και θεσμούς.
Ανακεφαλαιώνοντας πιστεύουμε ότι για την επίτευξη των στόχων μας απαιτούνται μεταξύ άλλων:
         Πολιτικοποιημένο, ταξικό, αγωνιστικό συνδικαλιστικό κίνημα, που θα προτάσσει το κοινό και το ευρύτερο συμφέρον των εργαζόμενων και θα εντάσσει σ’ αυτό το στενά κλαδικό, θα πραγματοποιεί στοχευμένες κινητοποιήσεις, οι οποίες θα συσπειρώνουν τους συναδέλφους, αλλά και θα τους φέρνουν παράλληλα σε συντονισμό με άλλους κλάδους και ομάδες εργαζομένων.
         Ολοκληρωμένες θέσεις και προτάσεις για τη βελτίωση της Δημόσιας Παιδείας και τα σύγχρονα προβλήματα της εκπαίδευσης και των εργασιακών σχέσεων.
         Αυτονομία στο συνδικαλιστικό κίνημα και συνολικό σχέδιο ως προϋπόθεση για την ενότητά του. Ρήξη με την κυβερνητική εξουσία και τους φορείς των αντεργατικών πολιτικών.
         Συμφωνία για αγωνιστική συμπόρευση του συνόλου των συνδικαλιστικών δυνάμεων με όρους ενότητας και μαζικότητας.
         Προστασία και ένταξη στο συνδικαλιστικό σώμα των εργαζόμενων με μερικές ή ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ουσιαστική συμπαράσταση προς και συμπόρευση με τους ανέργους και τους μετανάστες, που αποτελούν τα πιο αδύναμα μέλη του εργατικού δυναμικού.
         Σύνδεση με τα άλλα κοινωνικά κινήματα.
         Πρωτοβουλίες για σχεδιασμό κοινής και συντονισμένης δράσης των εργαζομένων σε υπερεθνικό επίπεδο.
         Άμεση ενεργοποίηση του Πολιτιστικού Κέντρου της ΟΛΜΕ, όπου θα ενταχθούν και δράσεις όπως: η αιμοδοσία, οι κατασκηνώσεις, οι εκδηλώσεις, οι συμβάσεις με καταστήματα κ.ά..
Αξιοποίηση των ΤΠΕ (διαδίκτυο κλπ) για την πολύπλευρη ανάπτυξη νέων μορφών αμφίπλευρης επικοινωνίας και δράσης, παράλληλα με τις κλασικές μορφές συνδικαλιστικής παρέμβασης και οργάνωσης.



[i] Bourdieu, P. (1994). ‘Κοινωνικό Κεφάλαιο: Προσωρινές σημειώσεις’. στο Ν. Παναγιωτόπουλου (επιμ.). Π. Μπουρντιέ: Κείμενα Κοινωνιολογίας. Αθήνα: Δελφίνι.
[ii] Δελτίο ΟΛΜΕ, τ. 222, σελ. 1
[iii] Βασιλού Παπαγεωργίου, Το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, Συνοπτική παρουσίαση από το 1870 μέχρι το 1976, Μεταίχμιο
[iv] Δελτίο ΟΛΜΕ, 68 – 69, σελ.5
[v] http://www.prosperity.com/country.aspx?id=GR. Η Ελλάδα κατατάσσεται 100η σε 110 χώρες στην κατηγορία του κοινωνικού κεφαλαίου. Το Prosperity Index™ αξιολογεί 110 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού και στηρίζεται σε 89 μεταβλητές, κάθε μία εκ των οποίων αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικό οικονομικής ανάπτυξης ή προσωπικής ευδαιμονίας. Οι 89 αυτές μεταβλητές ομαδοποιούνται στις προαναφερθείσες 8 κατηγορίες οι οποίες αντικατοπτρίζουν από ένα βασικό χαρακτηριστικό ευημερίας. Σύμφωνα με την σχετική έκθεση, η Ελλάδα βρέθηκε στην 100η θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην κατηγορία του Κοινωνικού Κεφαλαίου, από την 51η που ήταν το 2009. Ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει για την χώρα μας: «Η μειωμένη κοινωνική εμπλοκή και τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων οδήγησαν την Ελλάδα σε μειωμένη κοινωνική συνοχή. Μόνο το 17% των πολιτών νοιώθει πως μπορεί να εμπιστευθεί τους συμπολίτες του και ένα ποσοστό μικρότερο του 30% βοήθησε κάποιο συμπολίτη του τον περασμένο μήνα. Τα στοιχεία αυτά ταξινομούν την Ελλάδα στη 65η και 103η θέση, αντίστοιχα, στην παγκόσμια κατάταξη»