Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ομάδα Α3: Αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών Δ.Ε.

Ομάδα Εργασίας Α3:

Αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών Δ.Ε.

Συντονιστής:
Σκίκος Νικόλαος
Μέλη:
Ανδριτσάκη Κατερίνα
Αντωνίου Μαργαρίτα
Δαλάκα Ευγενία
Καρύγιαννης Γιώργος
Παπαδοπούλου Ελένη
Ρούσου Δήμητρα

1. Εισαγωγή
Τις τελευταίες δεκαετίες τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο φαίνεται να στρέφονται όλο και περισσότερο σε ζητήματα όπως η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για τη βελτίωση της παρεχόμενης παιδείας, αλλά και για την οποιαδήποτε μεταρρύθμιση θεωρείται ο εκπαιδευτικός. Μέσα από διάφορες πολιτικές που αφορούν την εκπαίδευσή του, τον τρόπο πρόσληψης, την επιμόρφωσή του και άλλα εργασιακά ζητήματα τα κράτη επιχειρούν να προσελκύσουν, αλλά και να κρατήσουν στο χώρο της εκπαίδευσης ένα όλο και πιο καταρτισμένο και ικανό ανθρώπινο δυναμικό.
Η αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς αποτελεί το πρώτο ουσιαστικά στάδιο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους. Πρόκειται για την περίοδο εκείνη, όπου ο υποψήφιος εκπαιδευτικός περνά από την κατάσταση του φοιτητή σε εκείνη του επαγγελματία, αποκτώντας εκείνες τις γνώσεις και τις δεξιότητες που θα του χρησιμεύσουν κατά την άσκηση του εκπαιδευτικού του έργου. Παρέχεται κυρίως από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και συνδυάζει τη θεωρητική κατάρτιση με την πρακτική άσκηση σε σχολικές μονάδες.

Στην παρούσα εισήγηση θα παρουσιαστούν τα δεδομένα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών Δ.Ε., θα γίνει αναφορά στις έως σήμερα προτάσεις της ΟΛΜΕ για το συγκεκριμένο θέμα και θα διατυπωθούν επιπλέον προτάσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τη μελέτη της διεθνούς και της ελληνικής βιβλιογραφίας και πρακτικής, των προτάσεων που έχουν υποβάλει φορείς (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΑΕΙ κ.τ.λ.), των μελετών των επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών και της εκπαιδευτικής πολιτικής που χαράσσει η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.

2. Η ελληνική πραγματικότητα
2.1 Ιστορική αναδρομή
Από την αρχή της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους έγινε μια προσπάθεια να ρυθμιστούν τα θέματα της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ήδη από το 1873 τίθεται το ζήτημα της παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών Δ.Ε., κάτι που οδηγεί στην εισαγωγή του μαθήματος των Παιδαγωγικών στη Φιλοσοφική σχολή καθώς και στην ίδρυση Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης το 1910, όπου οι φοιτώντες θα προετοιμάζονταν για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού μέσα από ένα πρόγραμμα θεωρητικής κατάρτισης και πρακτικής άσκησης, το οποίο θα ακολουθούσε τις πτυχιακές σπουδές. Το 1914 ωστόσο το Διδασκαλείο απευθυνόταν στους ήδη υπηρετούντες καθηγητές και σε όσους διοριστέους δεν είχαν παιδαγωγική κατάρτιση. Το Διδασκαλείο έχασε έτσι το χαρακτήρα του ιδρύματος αρχικής κατάρτισης, η οποία παραχωρήθηκε πλέον στα παιδαγωγικά τμήματα των Πανεπιστημίων.
Σε γενικές γραμμές το θέμα της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών απασχολεί διαχρονικά την πολιτική ηγεσία και την εκπαιδευτική κοινότητα. Παρά την απαίτηση της εκπαιδευτικής κοινότητας για ουσιαστική εκπαίδευση των υποψήφιων εκπαιδευτικών, τις προτάσεις που έχουν κατά καιρούς κατατεθεί από φορείς και τις προσπάθειες που έχουν γίνει, η αρχική εκπαίδευση των καθηγητών της Δ.Ε. παραμένει σε εμβρυακό στάδιο.
2.2  Η αρχική εκπαίδευση σήμερα
Η αρχική εκπαίδευση των υποψήφιων εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σχολές από τις οποίες αποφοιτά η πλειονότητα των καθηγητών προσφέρουν κυρίως γενικές επιστημονικές γνώσεις πάνω στο γνωστικό αντικείμενο. Αν και πολλοί από τους πτυχιούχους εργάζονται τελικά στην εκπαίδευση, δεν υπάρχει κανενός είδους ουσιαστική, συστηματική και οργανωμένη κατάρτιση για όσους επιθυμούν να διδάξουν σε σχολεία. Σε κάποιες πανεπιστημιακές σχολές, στο προπτυχιακό επίπεδο, προσφέρονται ελάχιστα μαθήματα Παιδαγωγικών, Ψυχολογίας ή Διδακτικής, κάποια από τα οποία είναι μαθήματα επιλογής, αλλά σε καμία περίπτωση η εκπαίδευση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Απουσιάζει επίσης η περίοδος πρακτικής εξάσκησης για ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο υποψήφιος εκπαιδευτικός καλείται να διδάξει σε κάποιο σχολείο υπό την παρακολούθηση κάποιου πιο έμπειρου εκπαιδευτικού με ρόλο συμβούλου. Κάποιες σχολές αρκούνται στο να παρέχουν στους φοιτητές τους τη δυνατότητα να παρατηρήσουν  μαθήματα σε κάποιο σχολείο, αλλά και αυτό δεν είναι οργανωμένο κατά τρόπο συστηματικό που να βοηθά τον υποψήφιο εκπαιδευτικό να αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες για το επάγγελμα του.
Εξαίρεση αποτελεί για τους καθηγητές τεχνικών ειδικοτήτων η ΑΣΠΑΙΤΕ, όπου οι πτυχιούχοι των σχολών που θεωρούνται μη «καθηγητικές» παρακολουθούν για ένα έτος ειδικό πρόγραμμα προετοιμασίας για τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει η δυνατότητα της πρακτικής εξάσκησης.
Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο τα μαθήματα εξειδίκευσης για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού να εντάσσονται σε μεταπτυχιακά προγράμματα, στα οποία έχει πρόσβαση περιορισμένος αριθμός σπουδαστών. Σε κάποια προγράμματα επίσης (π.χ. ΕΑΠ) οι σπουδαστές καλούνται να καταβάλουν δίδακτρα, κάτι που πολλές φορές λειτουργεί αποτρεπτικά για όσους θέλουν να ειδικευτούν στην εκπαίδευση.
Την ελλιπή αρχική εκπαίδευση έρχεται να καλύψει τα τελευταία χρόνια η εισαγωγική επιμόρφωση για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς. Μέσα σε 100 διδακτικές ώρες συμπιέζεται ένα πρόγραμμα ουσιαστικά αρχικής εκπαίδευσης, το οποίο παρουσιάζει πολλές αδυναμίες και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα οργανωμένο πρόγραμμα σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου που απευθύνεται σε υποψήφιους εκπαιδευτικούς.
Συνοψίζοντας, συμπεραίνουμε πως η αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών  είναι υποτυπώδης και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που έχει το σχολείο και η Πολιτεία από τον σύγχρονο εκπαιδευτικό. Το αποτέλεσμα είναι ο Έλληνας εκπαιδευτικός να ξεκινά ως τώρα την επαγγελματική του σταδιοδρομία διαθέτοντας μεν επιστημονικές γνώσεις στο γνωστικό αντικείμενο, αλλά χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τις απαραίτητες γνώσεις και τις δεξιότητες για την διδασκαλία του. 
2.3 Το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας
Το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας και Κατάρτισης δεν είναι κάτι νέο, καθώς είχε θεσμοθετηθεί ήδη από το 1997 με το νόμο 2525/97. Με το νόμο αυτόν προβλεπόταν η φοίτηση σε «προγράμματα θεωρητικής κατάρτισης και πρακτικής εξάσκησης διάρκειας δύο ακαδημαϊκών εξαμήνων, τα οποία παρακολουθούν οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί είτε κατά την διάρκεια των βασικών σπουδών είτε μετά την λήξη αυτών». Ο νόμος αυτός ωστόσο δεν εφαρμόστηκε. 
Με τον νέο νόμο 3838/2010 εισάγεται για μία ακόμη φορά το πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης ως απαραίτητη  προϋπόθεση για το διορισμό σε σχολεία, δημόσια ή ιδιωτικά, μέσα από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Το κριτήριο αυτό θα ισχύει μετά το 2014 τόσο για τους νέους πτυχιούχους των έως τώρα αποκαλούμενων «καθηγητικών» σχολών όσο και για τους παλαιότερους αποφοίτους, που επιθυμούν να εργαστούν στην εκπαίδευση. Οι πανεπιστημιακές σχολές καλούνται να οργανώσουν προγράμματα σπουδών  διάρκειας ενός ή δύο εξαμήνων, που θα οδηγούν στη λήψη του πιστοποιητικού. Ωστόσο, η διδακτική και παιδαγωγική επάρκεια θα μπορεί να αποδεικνύεται επίσης με την κατοχή πτυχίου των παιδαγωγικών τμημάτων ΑΕΙ ή της ΑΣΠΑΙΤΕ, καθώς και με την κατοχή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού στις επιστήμες της αγωγής.

3. Η αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη διαπιστώνονται  διαφορές στις δομές της εκπαίδευσης, στους τύπους σχολείων, στις κατηγορίες των εκπαιδευτικών, στην οργάνωση και στα προγράμματα της αρχικής κατάρτισης μεταξύ  και εντός των χωρών, που καθιστούν τις συγκρίσεις δύσκολες.
Τα τρία κύρια μοντέλα που διακρίνονται είναι:
-       το «ταυτόχρονο ή παράλληλο» μοντέλο, όπου η επαγγελματική κατάρτιση των εκπαιδευτικών εντάσσεται στις προπτυχιακές σπουδές. Ισχύει κυρίως για την προετοιμασία των μελλοντικών εκπαιδευτικών που θα εργαστούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή σε ενιαίο τύπο βασικής εκπαίδευσης, από την ηλικία των 7-16 (π.χ. Δανία)∙
-       το «διαδοχικό ή συνεχόμενο» μοντέλο, όπου η εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών ακολουθεί τη λήψη του πτυχίου σε κάποιο επιστημονικό κλάδο και εφαρμόζεται κυρίως για την εκπαίδευση εκπαιδευτικών Δ.Ε.∙
-       το «σπονδυλωτό» μοντέλο, όπου ο μελλοντικός εκπαιδευτικός μπορεί να επιλέξει τις ενότητες που τον ενδιαφέρουν με τη σειρά που επιθυμεί.
Σε άλλες χώρες η αρχική εκπαίδευση παρέχεται στα Πανεπιστήμια, σε επίπεδο προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών, ενώ σε άλλες χώρες υπάρχουν συγκεκριμένα ιδρύματα κατάρτισης εκπαιδευτικών ή παιδαγωγικές ακαδημίες, τα οποία μπορεί και να υπάγονται σε Πανεπιστήμια. 
Τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπου εκπαίδευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι τα εξής:
1.      Η εκπαίδευση είναι ειδικευμένη και βασίζεται στη γνώση συγκεκριμένων επιστημών.
2.      Εφαρμόζεται κυρίως το «συνεχόμενο» μοντέλο, η ειδίκευση δηλαδή ακολουθεί τις επιστημονικές σπουδές στο πανεπιστήμιο ή σε ένα ισότιμο ίδρυμα.
3.      Σε κάποια κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στους καθηγητές του πρώτου κύκλου της Δ.Ε. (Γυμνάσιο) και του δεύτερου κύκλου (Λύκειο) και απαιτούνται διαφορετικού είδους προσόντα και κατάρτιση (Neave: 94)

4. Προτάσεις
4.1 ΟΛΜΕ
Οι θέσεις της  ΟΛΜΕ για την αρχική εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνοψίζονται στα εξής: α) ένταξη της παιδαγωγικής κατάρτισης, στη βασική εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλων των κλάδων και ειδικοτήτων∙ β) επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών στα Τμήματα των ΑΕΙ, χωρίς να διαφοροποιείται αυτή η κατάρτιση σε αυτούς που ενδεχομένως δε θα επιλέξουν την εκπαίδευση ως μελλοντικό επάγγελμα∙ γ) διδακτική των διάφορων μαθημάτων στις αντίστοιχες ειδικότητες, ώστε να παρέχεται από ειδικούς επιστήμονες στο διδακτικό αντικείμενο, οι οποίοι πρέπει να έχουν πρόσθετη εκπαίδευση στη διδακτική και επαρκή σχετική εμπειρία∙ δ) ενσωμάτωση στα προγράμματα  σπουδών των Τμημάτων των ΑΕΙ μαθημάτων πάνω σε γνωστικά αντικείμενα που απουσιάζουν ή δε διδάσκονται επαρκώς στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ περιλαμβάνονται στα αναλυτικά προγράμματα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης∙ ε) δημιουργία στους τομείς Παιδαγωγικής των Φιλοσοφικών Σχολών και στα Παιδαγωγικά Τμήματα ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης των υποψήφιων εκπαιδευτικών σε θέματα Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας και Διδακτικής Μεθοδολογίας, τα οποία θα οδηγούν στη χορήγηση ειδικού πιστοποιητικού παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης∙ στ) οργανωμένη  και θεσμοθετημένη πρακτική άσκηση των εκπαιδευτικών μέσα στις σχολικές μονάδες∙ ζ) προγράμματα παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών που να έχουν διάρκεια ένα τουλάχιστον ακαδημαϊκό έτος, με τη δυνατότητα ολοκλήρωσης της παρακολούθησής τους και σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα∙ η) παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση η οποία να παρέχεται τόσο κατά το προπτυχιακό επίπεδο στους διάφορους τομείς επιστημονικής εξειδίκευσης όσο και μετά την απόκτηση του πτυχίου∙ και θ) συνεχής αξιολόγηση της βασικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών, ώστε να γίνονται αναγκαίες βελτιώσεις και αναπροσαρμογές στο σύστημα για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά του.
4.2 Πρόταση για την αρχική εκπαίδευση
Οι προτάσεις που υποβάλλονται αποτελούν ένα συνδυασμό των καλών πρακτικών που ακολουθούνται σε χώρες της Ε.Ε., όπως αυτές έχουν προκύψει από μελέτες, των αναγκών των εκπαιδευτικών της Δ.Ε. στην Ελλάδα καθώς και των προτάσεων που έχουν κατά καιρούς υποβάλει διάφοροι φορείς (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Ο.ΕΠ.ΕΚ., Πανεπιστημιακές Σχολές).
Φορείς αρχικής εκπαίδευσης
Όλοι οι ενδιαφερόμενοι συμφωνούν πως η αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών είναι ευθύνη των πανεπιστημίων και πρέπει να παρέχεται αποκλειστικά και μόνο από αυτά, χωρίς οικονομική επιβάρυνση για τους φοιτώντες.
 Υπάρχει ωστόσο προβληματισμός για τον αριθμό των εκπαιδευομένων που μπορεί να δεχτεί η κάθε σχολή, καθώς ο αριθμός των αποφοίτων από τις καθηγητικές σχολές είναι μεγάλος.
Διάρκεια σπουδών παιδαγωγικής κατάρτισης
Η διάρκεια των σπουδών πρέπει να είναι τουλάχιστον μονοετής και να συμπεριλαμβάνει επαρκή πρακτική εξάσκηση του υποψήφιου εκπαιδευτικού σε σχολεία της Δ.Ε. Μπορεί να αφορά είτε το τελευταίο έτος σπουδών πριν την λήψη του πτυχίου είτε να αποτελεί μεταπτυχιακές σπουδές. Σε κάθε περίπτωση η κατάρτιση αυτή πρέπει να είναι αυτόνομη και να μη διασπείρεται σε όλα τα εξάμηνα των πανεπιστημιακών σπουδών.
Δομή σπουδών
Το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να συνδυάζει ακαδημαϊκή μόρφωση και πρακτική εξάσκηση, με ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία. Η πρακτική εξάσκηση θα πρέπει να διέπεται από ένα σαφές πλαίσιο οργάνωσης, με επίσης σαφές περιεχόμενο και στόχους, ώστε να είναι εποικοδομητική. 
Κατά την διάρκεια της πρακτικής άσκησης ο φοιτητής συνεργάζεται με έναν έμπειρο εκπαιδευτικό (mentor) της σχολικής μονάδας όπου κάνει την άσκησή του, ο οποίος τον στηρίζει, τον ανατροφοδοτεί και τον καθοδηγεί στο έργο του. Ο μέντορας έχει παρακολουθήσει ειδικές σπουδές σε θέματα συμβουλευτικής και καθοδήγησης (mentoring and coaching), ώστε να μπορεί να στηρίξει επαρκώς τον δόκιμο εκπαιδευτικό στα πρώτα του βήματα και να λειτουργήσει ανατροφοδοτικά.
Θεωρείται απαραίτητο ο υποψήφιος εκπαιδευτικός να αποκτά την εμπειρία του σε σχολεία που αποτελούν το μέσο όρο των σχολείων της επικράτειας (συνοικιακά, διαπολιτισμικά) και όχι τη μειοψηφία (πειραματικά, πρότυπα), ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένος για την πραγματικότητα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Η αρχική εκπαίδευση οφείλει να είναι κατά κύριο λόγο ρεαλιστική και ως ένα βαθμό ιδεαλιστική και όχι το αντίστροφο.
Σημαντικό επίσης είναι να οργανωθούν συνεργασίες τόσο με εκπαιδευτικούς άλλων ειδικοτήτων για μία διαθεματική προσέγγιση των μαθημάτων όσο και με εκπαιδευτικούς άλλων χωρών, μέσα από ανταλλαγές ή συνεργασίες μέσω Διαδικτύου.
Η δομή των σπουδών πρέπει να είναι ευέλικτη και να δίνει την δυνατότητα στους φοιτητές να παρακολουθούν κάποια μαθήματα και μέσω του Διαδικτύου, στα πρότυπα του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για όσους κληθούν στο εξής να λάβουν πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης ενώ είναι ήδη πτυχιούχοι.
Περιεχόμενο σπουδών (γνώσεις-δεξιότητες)
Το περιεχόμενο σπουδών οργανώνεται με τρόπο, ώστε να προσφέρει εκπαίδευση στους ακόλουθους τομείς
·         στη Διδακτική, όπου μαθαίνουν να συντάσσουν σχέδια μαθήματος και να προσαρμόζουν το υλικό τους στις ανάγκες των μαθητών τους και τις απαιτήσεις των προγραμμάτων∙ οι δόκιμοι εκπαιδευτικοί εκπαιδεύονται στην κριτική θεώρηση των προγραμμάτων σπουδών και των μεθοδολογιών, ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν διαφοροποιημένη παιδαγωγική∙
·         στη χρήση Νέων Τεχνολογιών και οπτικοακουστικών μέσων για παιδαγωγικούς λόγους, αλλά και για θέματα προσωπικής οργάνωσης∙
·         στην αξιολόγηση (μαθητή, εκπαιδευτικού υλικού κλπ)∙
·         στην ανάπτυξη κριτικής και ερευνητικής προσέγγισης σε θέματα διδασκαλίας και μάθησης, μέσα από τη συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων με συναδέλφους, την εξοικείωση με διαφορετικές μεθοδολογίες και εκπαιδευτικά συστήματα, την ενθάρρυνση της αυτονομίας∙
·         σε πρακτικές αναστοχασμού (τήρηση ημερολογίου, έρευνα-δράση κ.τ.λ.), ώστε ο δόκιμος εκπαιδευτικός να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις των ενεργειών του, να εντοπίζει προβλήματα, να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας του, να αντιλαμβάνεται την πρόοδο του. 
Θεωρούμε επίσης ιδιαίτερα σημαντικό ο δόκιμος εκπαιδευτικός  να εκπαιδεύεται κατά την αρχική του εκπαίδευση στην ομαδική εργασία, στη συνεργασία με εκπαιδευτικούς τόσο της ίδιας ειδικότητας όσο και άλλων ειδικοτήτων καθώς και στη δικτύωση με άλλες σχολικές μονάδες της επικράτειας, με σχολεία του εξωτερικού και με κοινωνικούς φορείς.
Όσον αφορά τα μαθήματα τα οποία θα περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα σπουδών για την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών της Δ.Ε., αυτά κινούνται γύρω από τους ακόλουθους τομείς, σύμφωνα με τις μελέτες για τις ανάγκες των εκπαιδευτικών καθώς και τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί από φορείς:
  1. Ψυχολογία του Παιδιού και του Εφήβου
  2. Παιδαγωγικά
  3. Διαχείριση τάξης
  4. Μαθησιακά προβλήματα
  5. Διαπολιτισμική εκπαίδευση
  6. Σχεδιασμός και εφαρμογή καινοτόμων δράσεων
  7. Μεθοδολογία Έρευνας
  8. Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης
  9. Νέες Τεχνολογίες στην εκπαίδευση
  10. Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
  11. Διδακτική μεθοδολογία
  12. Αξιολόγηση (μαθητών, εκπαιδευτικού υλικού, αναλυτικών προγραμμάτων κ.τ.λ.)
  13. Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης
  14. Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης
  15. Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική
  16. Ειδική Αγωγή (για τους εκπαιδευτικούς που θα εργαστούν στα συγκεκριμένα σχολεία)
Θα πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών που καλούνται να διδάξουν στην τεχνική εκπαίδευση. Πέρα από τις επιστημονικές γνώσεις απαιτείται και η επαγγελματική εμπειρία των διδασκόντων στα γνωστικά αντικείμενα, ώστε να μπορουν να προετοιμάσουν τους μαθητές τους όσο το δυνατόν καλύτερα για τα επαγγέλματα που επιλέγουν.

6. Συμπεράσματα
Με βάση στοιχεία και έρευνες προκύπτει ότι στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης υφίστανται μια ανισότητα ως προς την επαγγελματική προετοιμασία τους.  Τα μαθήματα που διδάσκονται κατά την διάρκεια των σπουδών τους αφορούν κυρίως την επιστήμη τους.  Μαθήματα σχετικά με την εκπαίδευση και τη διδακτική των γνωστικών αντικειμένων είτε απουσιάζουν εντελώς από τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών είτε είναι ελάχιστα. Η αρχική κατάρτιση των εκπαιδευτικών παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων και το χώρο του σχολείου, όπου οι εκπαιδευτικοί καλούνται να εργαστούν. 
Το κρίσιμο στοίχημα για τα επόμενα χρόνια είναι να πετύχουμε να προετοιμάζουμε εκπαιδευτικούς που να μπορούν ταυτόχρονα να ξέρουν, να πράττουν και να είναι. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, τις δεξιότητες που απαιτεί η εφαρμογή τους στην σχολική πραγματικότητα και την προσωπικότητα που θα τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού τους ρόλου.
Η ποιότητα της διδασκαλίας και της κατάρτισης των εκπαιδευτικών αποτελεί το βασικό παράγοντα για τη διασφάλιση της ποιότητας της εκπαίδευσης και για τη βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης των νέων. Πρέπει να εφαρμοστούν συγκεκριμένες πολιτικές στον τομέα της κατάρτισης και της επαγγελματικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών, που να είναι συντονισμένες, συνεκτικές και εφοδιασμένες με τους κατάλληλους πόρους, με σκοπό όλοι οι εκπαιδευτικοί να διαθέτουν τις γνώσεις, τις αντιλήψεις και τις παιδαγωγικές δεξιότητες που χρειάζονται για να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.