Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ο Ρόλος του Συνδικαλιστικού Κινήματος των Εκπαιδευτικών (Διορθώσεις Θ. Γεωργιάδης)

 Ομάδα Β4: Ο Ρόλος του Συνδικαλιστικού Κινήματος των Εκπαιδευτικών

Συνδικαλιστικό Κίνημα: η Φύση του και η Σχέση του με την Κοινωνία

Το συνδικαλιστικό κίνημα (εφεξής: σ.κ.) είναι σημαντικό μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου (κατά Bourdieu[1] «κοινωνικό κεφάλαιο είναι το σύνολο των πραγματικών ή εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την κατοχή ενός ισχυρού δικτύου περισσότερο ή λιγότερο εγκαθιδρυμένων σχέσεων αμοιβαίας αποδοχής και αναγνώρισης.») Είναι ένα μεγάλο κοινωνικό δίκτυο με άτυπους και τυπικούς θεσμούς και δεσμούς αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης. Είναι το κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης της συλλογικότητας στο οποίο ασκείται η αυτόνομη δραστηριότητα των εργαζομένων, με δική τους βούληση και πρωτοβουλία, και με αφετηρία την προάσπιση των συλλογικών τους συμφερόντων σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εργασίας και γενικότερα τις συνθήκες οργάνωσης της κοινωνικής τους ζωής. Είναι ένα πεδίο στο οποίο αποτυπώνεται με ενάργεια το επίπεδο της συνειδητότητας και της ενότητας των εργαζομένων, γι’ αυτό και η ανάπτυξη του συνδικαλισμού συναρτάται άμεσα με το βαθμό στον οποίο κατανοούν οι εργαζόμενοι τις δομές και τις σχέσεις που υφίστανται στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μορφές εκμετάλλευσης και τους μηχανισμούς αλλοτρίωσής τους.
Η αντιπαράθεση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος στις κατά καιρούς προωθούμενες αντεργατικές πολιτικές συμπυκνώνει θεμελιακές αντιθέσεις της κοινωνίας και αναδεικνύει ριζικά διαφορετικά συστήματα αντιλήψεων και αξιών σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση και την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Είναι μια πολυδιάστατη, πολύπλοκη και συχνά σκληρή αντιπαράθεση, καθώς από την έκβασή της κρίνονται, σε γενικευμένη ή σε μερική κλίμακα, μεγάλα οικονομικά –και όχι μόνο– συμφέροντα. Γι’ αυτούς τους λόγους, η οργάνωση και η αποτελεσματικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος έχει μεγάλη σημασία για τους εργαζομένους.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο της εκπαίδευσης έχει μια διπλή λειτουργία, που αποτυπώνεται με σαφήνεια τόσο στο καταστατικό της ΟΛΜΕ όσο και στα αντίστοιχα καταστατικά των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργάνων. Από τη μια πλευρά πρέπει να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εκπαίδευση και να διευρύνει τις κατακτήσεις τους. Από την άλλη, έχει χρέος να διασφαλίσει την εκπαίδευση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, ως δικαίωμα κάθε παιδιού, κάθε ανθρώπου χωρίς διακρίσεις ούτε αποκλεισμούς.
Οι σκέψεις αυτές έχουν αφετηρία τους την ευρύτατα αποδεκτή αντίληψη ότι η παιδεία, όπως και η υγεία, το πε­ρι­βάλ­λον, ο πολιτισμός, είναι πολύτιμα δημόσια και ταυτόχρονα κοινωνικά αγαθά, η απολαβή των οποίων κατά κα­νό­να συνιστά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ η αποστέρησή τους αποτελεί τη βάση του κοινωνικού α­πο­κλει­σμού. Γι αυτό και η ενασχόληση με τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό επιβάλλει στους εκπροσώπους του εκ­παι­δευ­τικού κόσμου μια ιδιαίτερη ευαισθησία, παράλληλα με τη διασφάλιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, στη δι­α­φύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εκ­παι­δευτικών ιδρυμάτων προς όφελος όλων των πολιτών.


Ιστορική Συμβολή του Σ.Κ. στις Συνθήκες Εργασίας των Εκπαιδευτικών

Εδώ και 90 χρόνια περίπου η ΟΛΜΕ αγωνίζεται για την ανύψωση της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού.
Η ΟΛΜΕ ιδρύθηκε το 1924 και η έκδοση του δελτίου της (Δελτίον της ΟΛΜΕ) άρχισε το 1926. Η ίδρυση της ήταν εν μέρει προϊόν των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα την ταραγμένη περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Το 1931 η ΟΛΜΕ καταγγέλλει την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα δίδακτρα των μαθητών, γιατί έτσι η παιδεία καταντά προνόμιο των πλουσίων. Το Νοέμβρη του 1932 ο κλάδος αντιστάθηκε με σθένος στην πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τη δημόσια μέση εκπαίδευση.
Το 1936 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διέλυσε την ΟΛΜΕ, η οποία ανασυστάθηκε το 1949. Ένας από τους πρώτους της στόχους ήταν η βαθμολογική εξέλιξη του κλάδου και πέρα από το βαθμό του διευθυντή β.
Το 1955, 4.200 εκπαιδευτικοί παραιτούνται διαμαρτυρόμενοι (γιατί; - πιο συγκεκριμένο) και κηρύχθηκε 4ήμερη απεργία (2-5 Μαρτίου 1955) με αίτημα την καθιέρωση ιδιαίτερου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς
Το 1961 γίνεται 24ωρη προειδοποιητική απεργία (26-1-1961) και σε συνεργασία με τη ΔΟΕ εξαγγέλλεται απεργία διαρκείας.
Το 1963, γίνεται απεργία είκοσι ημερών (19/1/1963 – 7/2/1963) η οποία λήγει με την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών Τα έτη 1963-65, η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση ικανοποιεί οικονομικά αιτήματα της ΟΛΜΕ χορηγώντας οικονομικό επίδομα στους εκπαιδευτικούς. Από την πλευρά της η ΟΛΜΕ στήριξε τη μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου για δημόσια και δωρεάν παιδεία και δημοτική γλώσσα. Στο πλαίσιο της πολιτικής αστάθειας των ετών 1965-66 προωθείται ενιαίο μισθολόγιο που υποβάθμιζε τον κλάδο.
Πρέπει να γίνει μικρή αναφορά (2-3 γραμμές) για τη περίοδο της 7ετίας .
Τον Ιούνιο του 1975 εκλέγεται νέο Δ.Σ. με κεντρικά αιτήματα την κάθαρση από τους υποστηρικτές της χούντας, την άρση των μισθολογικών αδικιών και την ψήφιση νέου νόμου για την εκπαίδευση.
Το 1976 γίνεται η μεταρρύθμιση (ν. 309/76).(Ποιά ήταν τα κεντρικά θέματα;)
Το 1977 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα. Η απεργία λήγει με την κατάκτηση της αύξησης της υπερωριακής αποζημίωσης.
Στις 26-11-1980 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε από 3/12/ μέχρι 23/12/80 και από 9/1/81 μέχρι 18/1/81), η οποία αναστέλλεται με την απόφαση 309/81 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως παράνομη και καταχρηστική.
Το 1985 ψηφίζεται ο νόμος 1566/85.
1988 Ο Α. Τρίτσης παραιτείται από τη θέση του υπουργού παιδείας και αναλαμβάνει ο Απόστολος Κακλαμάνης. Νέα απεργία των εκπαιδευτικών για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Η απεργία έληξε με δικαστική απόφαση στις 23-6-1988. Ο νέος υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου θα προχωρήσει στην καθιέρωση των «τριμήνων» (υπερωριακό επίδομα εξωδιδακτικού έργου).
1990. Αποφασίζεται από το ΥΠΕΠΘ αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 16 Ιουλίου 1990 πρώτη μέρα των Γενικών Εξετάσεων «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/7/1990).
(έναρξη – κεντρικά αιτήματα) Καταλήψεις στην επαρχία. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Γίνονται συγκρούσεις μέσα και έξω από τα κατειλημμένα σχολεία. Σε μια από αυτές δολοφονείται στην Πάτρα ο αγωνιστής καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας στις 8/1/1991.
Το Νοέμβριο του 1994 αναστέλλεται το ΠΔ 320/93 για την «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση» και αναγγέλλεται η αναμόρφωσή του.
Το 1997 με υπουργό τον Γ. Αρσένη ψηφίζεται ο ν.2525/97.
Η ΟΛΜΕ από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης Αρσένη (Αύγουστος 1997) εκτίμησε ότι αυτή θα αναπαραγάγει και θα εντείνει το σύνολο των αδιεξόδων στη Δημόσια Εκπαίδευση, θα υποβαθμίσει το μορφωτικό ρόλο του Λυκείου, θα εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό των μαθητών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Θα οδηγήσει σε εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση μεγάλου φάσματος εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (κατάρτισης, ειδίκευσης κ.λπ.).
Την 20η Ιανουαρίου 1997 οι καθηγητές αρχίζουν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση απεργίες που διαρκεί μέχρι την 14η Μαρτίου.
Η δράση της ΟΛΜΕ τα επόμενα χρόνια (1997-2001) και η συμβολή της στην οικοδόμηση ενός μαχητικού πανεκπαιδευτικού μετώπου αντίστασης υποχρέωσε τις επόμενες κυβερνήσεις να πάρουν διορθωτικά μέτρα (κατάργηση Πανελλαδικών εξετάσεων Β΄ Λυκείου, μείωση από 15 σε 6 των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων κ.λπ.).
Το 2006 η ΟΛΜΕ συμπαραστάθηκε στην απεργία διαρκείας τη ΔΟΕ (6 εβδομάδες) κηρύσσοντας συνολικά 12 ημέρες απεργίας. Το σημαντικότερο θεσμικό κέρδος από εκείνη την απεργία ήταν η υποχρεωτική προσχολική αγωγή. Στο οικονομικό επίπεδο κερδήθηκε πρόσθετο μηνιαίο επίδομα 105 ευρώ που καταβλήθηκε σε 4 δόσεις.
Σημαντική κατάκτηση αποτελεί ακόμη η μείωση του εβδομαδιαίου διδακτικού ωραρίου από 32 ώρες πριν από δεκαετίες σε 21-16. (να συγκεκριμενοποιηθεί χρονικά και να ενταχθεί σε περίοδο δράσης του σ.κ) Και αυτή την κατάκτηση οφείλουμε να υπερασπίσουμε απέναντι στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για αύξηση του διδακτικού ωραρίου.




Εκπαιδευτικό Σ.Κ. – Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο – Μορφωτικό Αγαθό

Η ΟΛΜΕ συνεχίζει να αγωνίζεται σήμερα για την υπεράσπιση της μόρφωσης ως κατεξοχήν κοινωνικού αγαθού, για τη θεσμοθέτηση της 12χρονης δωρεάν Δημόσιας Εκπαίδευσης, για λήψη μέτρων για τη μείωση της μεγάλης μαθητικής διαρροής και σχολικής αποτυχίας.
Έμπρακτη απόδειξη της εκτίμησης ότι η ΟΛΜΕ είχε πάντα διπλό στόχο, την ανύψωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και του ρόλου του εκπαιδευτικού, αποτελούν και τα εξής:
Πρώτον, όλο και περισσότερο με την πάροδο των χρόνων μέσα στα αιτήματα των κινητοποιήσεων μας περιλαμβάνονται θεσμικές διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο και την ποιότητα της εκπαίδευσης.
Δεύτερον, τα 8 εκπαιδευτικά συνέδρια που οργάνωσε η ΟΛΜΕ τα 30 τελευταία χρόνια.
Στο 1ο συνέδριο (1981) αντιμετωπίστηκε η ανάγκη μιας συνολικής ανασκόπησης της κατάστασης που επικρατούσε στην εκπαίδευση, σε συνθήκες έντονα προβληματικές. Στόχος της ΟΛΜΕ τότε ήταν η διαμόρφωση των βασικών αξόνων μιας άλλης πολιτικής στην εκπαίδευση, που θα αποτελούσε σημείο αναφοράς του κλάδου στους διεκδικητικούς αγώνες.
Το 2ο συνέδριο (1983) συζήτησε την αξιολόγηση των μαθητών.
Το 3ο συνέδριο (1984) συζήτησε τις σχέσεις καθηγητών – μαθητών – γονέων.
Το 4ο συνέδριο (1985) την ενιαιοποίηση της τεχνικο-επαγγελματικής με τη γενική εκπαίδευση.
Το 5ο συνέδριο (1987) τα ζητήματα της βασικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης των καθηγητών.
Το 6ο συνέδριο (1993) το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Το 7ο συνέδριο (2004) συζήτησε το θέμα «Παγκοσμιοποίηση και εκπαιδευτική πολιτική. Από τις επιλεκτικές πολιτικές στην παιδεία για όλους».
Το 8ο συνέδριο (2008) ασχολήθηκε με το θέμα «Σχολικά προγράμματα και βιβλία». (Τρίτο, αποτέλεσε και αποτελεί αίτημα όλων των κινητοποιήσεών μας εδώ και δεκαετίες η επιμόρφωσή μας, κάτι που είναι αυτονόητη υποχρέωση της πολιτείας).(να φύγει – επαναλαμβάνεται παρακάτω)
Τέλος, το προγραμματισμένο για το 2011 9ο συνέδριο θα ασχοληθεί με τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών μέσα στη σύγχρονη συγκυρία της ολομέτωπης επίθεσης του κεφαλαίου κατά της εργασίας, της περικοπής μισθών και χρηματοδοτήσεων, του κλεισίματος ή της συγχώνευσης σχολικών μονάδων, της προσαρμογής του σχολείου και της εκπαίδευσης στις επιταγές τις αγοράς.
Τρίτον, αποτέλεσε και αποτελεί αίτημα όλων των κινητοποιήσεών μας εδώ και δεκαετίες η επιμόρφωσή μας, κάτι που είναι αυτονόητη υποχρέωση της πολιτείας.
Η ίδρυση των ΣΕΛΜΕ (Σχολές Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) αποτέλεσε αίτημα αγώνων και τελικά κατάκτηση του κλάδου, ανεξάρτητα από την εξέλιξη που είχαν στη συνέχεια.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1979 ο κλάδος των καθηγητών οργάνωσε μια σειρά επιμορφωτικών μαθημάτων και το Υπουργείο Παιδείας έσπευσε με εγκύκλιό του να απαγορεύσει την πραγματοποίησή τους. Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι η ετήσια επιμόρφωση των καθηγητών αποτέλεσε ένα από τα έξι κεντρικά αιτήματα του κλάδου μας στη διάρκεια του μεγαλειώδους δίμηνου απεργιακού αγώνα το 1997.
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς τέτοιους επίμονους και μακρόχρονους αγώνες της ΟΛΜΕ μόνο με τη διεκδίκηση στενών επαγγελματικών στόχων. Τέτοιοι αγώνες δεν είναι δυνατόν να στηρίζονται αποκλειστικά σε στενά «συντεχνιακά κίνητρα». Οι καθηγητές, ίσως περισσότερο διαισθητικά πριν τη δικτατορία, όλο και περισσότερο συνειδητά μετά το 1974, συνειδητοποιούν την εγκατάλειψη της Δημόσιας Εκπαίδευσης, διαπιστώνουν πόσο η δική τους θέση, η επαγγελματική και κοινωνική, συνδέεται άρρηκτα με το επίπεδο της εκπαίδευσης.
Έτσι, ο διπλός στόχος (ανύψωση της εκπαίδευσης, βελτίωση της θέσης των καθηγητών) δεν αποτελεί προσχηματικό τέχνασμα, αλλά αναγκαία και σκόπιμη επιλογή.
Η εκπαίδευση αντιμετωπίστηκε από την ΟΛΜΕ ενιαία στις τρεις συνιστώσες της, στο περιεχόμενο δηλαδή –προγράμματα, βιβλία, μέθοδοι κ.λπ.– στην υλικοτεχνική υποδομή και στον εκπαιδευτικό, τη ψυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας (μόρφωση, επιμόρφωση, δικαιώματα, βιοτικό επίπεδο).
Αγωνιζόμασταν, πάντα, για μια καλύτερη εκπαίδευση, που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της νέας γενιάς και στις ανάγκες της εποχής και της κοινωνίας μας. Και μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκπαίδευσης, για ένα διαφορετικό ρόλο για τον καθηγητή. Ρόλο όχι απλού εκτελεστή άνωθεν εντολών, όπως ήθελαν πάντα οι κρατούντες, αλλά ενεργητικού συμμέτοχου στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Σήμερα, πλέον, όλοι αναγνωρίζουν ότι χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή και αποδοχή της όποιας πολιτικής από τους εκπαιδευτικούς, οποιαδήποτε πολιτική ή μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Σε αυτή την κατεύθυνση στους πολύχρονους αγώνες το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών συνέβαλε σε σημαντικές κατακτήσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κατακτήσεις του 1976. Δηλαδή την καθιέρωση της Δημοτικής, τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση, στο Γυμνάσιο, την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από 6 σε 9 χρόνια.
Κατάκτηση επίσης του συνδικαλιστικού μας κινήματος αποτελεί η σταδιακή μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Το 1955 η Ομοσπονδία μας υπογράμμιζε: «Εις πληθωρικάς τάξεις των 80, 100 και 120 μαθητών, εντός θλιβερών αιθουσών δεν δυνάμεθα να παράσχωμεν το έργο μας…» (Δελτίο ΟΛΜΕ, 68-69, σελ.5). 55 χρόνια μετά έχουμε κατακτήσει να μην υπερβαίνει το 30 ο αριθμός των μαθητών , άτυπα κατορθώσαμε να κυμαίνεται ο αριθμός στους 25 μαθητές ανά τμήμα και βέβαια συνεχίζουμε τον αγώνα να (μειωθεί) οριστικοποιηθεί στο 25 και νομοθετικά.


Η Σημερινή Κατάσταση του Εκπαιδευτικού Σ.Κ.

Η σημερινή κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ε.Ε αλλά και παγκόσμια χαρακτηρίζεται από την επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πρακτικών, την εντεινόμενη προσπάθεια για τη διαιώνιση του συστήματος της άδικης κατανομής του πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Παράλληλα η εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους συνοδεύεται και από ιδεολογήματα που προσπαθούν να ενοχοποιήσουν, ως υπαίτιους για την παρούσα κατάσταση, τους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας καθώς και τα Δημόσια συστήματα Υγείας και Εκπαίδευσης.
Μέχρι πρόσφατα το σ.κ. είχε στη διάθεσή του αρκετές ευκολίες, και μπορούσε να συσπειρώσει τη μεγάλη μάζα των συναδέλφων και της κοινωνίας, καθώς είχε βγει από την 7χρονη δικτατορία και την έντονη πολιτικοποίηση της αμέσως επόμενης 10ετίας, ιδιαίτερα στο χώρο των Πανεπιστημίων. Παράλληλα δεν αντιμετώπιζε σχεδόν κανένα πρόβλημα στην κοινωνία, η οποία αντιλαμβανόταν πιο γρήγορα και αποδεχόταν ή στη χειρότερη περίπτωση κρατούσε ουδέτερη στάση απέναντι στα αιτήματά του.
Η κατάσταση αυτή έχει πια ανατραπεί. Αυτήν την κρίσιμη μάλιστα περίοδο το σ.κ. στη χώρα μας παρουσιάζεται διστακτικό και ανέτοιμο, με σοβαρά προβλήματα οργάνωσης, κινηματικού και ταξικού προσανατολισμού, ενότητας, αυτονομίας από τις ξένες προς τα συμφέροντα των εργαζόμενων πολιτικές σκοπιμότητες και τον εναγκαλισμό της εξουσίας. Οι  παρεμβάσεις  του  σε  αρκετές  περιπτώσεις  είναι  διεκπεραιωτικές . Γι' αυτό  είναι  αναποτελεσματικές , δεν  πείθουν , και  αδυνατούν  να  επηρεάσουν  τις  εξελίξεις . Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στο σ.κ. στο χώρο της εκπαίδευσης, με κύρια χαρακτηριστικά:
                      Αποχή των συναδέλφων από τις διαδικασίες του σ.κ., ιδιαίτερα των νέων, και πολύ χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις απεργίες και στις κινητοποιήσεις.
                      Το σ.κ. αδυνατεί να συντονίσει κοινές αγωνιστικές πολιτικές και δράσεις που να διαπερνούν ή ακόμη και να υπερβαίνουν τον εθνικό χώρο.
                      (Συνδιαχείριση – Πελατειακές σχέσεις – Εξάρτηση από πολιτικές σκοπιμότητες) (δεν πιστεύω ότι αυτά είναι στα κύρια χαρακτηριστικά)
                      Το σ.κ. δε διαθέτει καλά οργανωμένο Ταμείο Αρωγής (Απεργιακό - Αλληλοβοήθειας).
                      Η πολιτιστική παρέμβαση του σ.κ. είναι υποτυπώδης.
                      Το σ.κ. δεν αξιοποιεί σε επαρκή βαθμό τις νέες μορφές δικτύωσης και επικοινωνίας που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών.
                      Το  σ.κ  "πληρώνει"  και  το  τίμημα  μιας  γενικότερης  και  πολύπλευρης  κρίσης  αξιών , θεσμών  καθώς  και  της  εκπροσώπησής  του .
                      Έχει  απολέσει  την  κινηματική  του  λειτουργία  και  λογική .
                      Προγραμματίζει  και  πραγματοποιεί  "αγωνιστικές"  κινητοποιήσεις  χωρίς  στρατηγικό  σχεδιασμό  και  στόχους  και  κυρίως  χωρίς  επαρκή  τεκμηρίωση , οι  οποίες  πτοούν  ή  και  εξοργίζουν  τους  συναδέλφους , παρά  διεγείρουν  τις  συνειδήσεις  τους  ή  τους  τροφοδοτούν  με  αυτοπεποίθηση  και  αποφασιστικότητα . Πρόσφατο  παράδειγμα η   κινητοποίηση   για  συμπαράσταση  στους  γιατρούς .
                      Δεν  έχει  σαφείς  θέσεις  και  προτάσεις  πάνω  στα  ιδιαίτερα , επίκαιρα  και  οξυμένα  ζητήματα  του  κλάδου  αλλά  και  γενικότερα  της  κοινωνίας .
(Πιστεύω ότι τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν οπωσδήποτε ώστε να δοθεί σαφής εικόνα)
Νοούμενο ως μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου, που περιλαμβάνει όλες τις αξίες εκείνες που διευκολύνουν την ομαδική δράση, το σ.κ. επηρεάζεται από τη γενική διάθεση συμμετοχής στα κοινά, και άλλους παράγοντες όπως η εμπιστοσύνη, η ικανότητα αναπτυγμένης ηθικής κρίσης, ο σχεδιασμός για το μέλλον, η πολιτική συνειδητοποίηση, η συμμόρφωση σε άτυπους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, ο αλτρουισμός και η συνεργασία για το κοινό καλό. Σε διάφορες μετρήσεις[2] η Ελλάδα φαίνεται να έχει πολύ χαμηλούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου (στην πρώτη θέση έρχονται οι Σκανδιναβικές χώρες). Σε κοινωνίες με χαμηλούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου υπάρχει μειωμένη διάθεση για επένδυση σε κοινωνικά δίκτυα και ομάδες όπου η αμοιβή δεν είναι άμεση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεπαρκούς συμμετοχής στις διαδικασίες του σ.κ. είναι μια ΕΛΜΕ του κέντρου της Αθήνας όπου, από τους περίπου 840 συναδέλφους, εγγράφεται στο σωματείο μόλις το 45 - 50%, και η συμμετοχή στις αρχαιρεσίες παρουσιάζει την εξής εικόνα : το 2006 ψήφισαν 354, το 2007: 387, το 2008: 353, το 2009: 314 και το 2010: 267, δηλαδή το 32% των συναδέλφων. Οι έκτακτες Γ.Σ κατά κανόνα δεν πραγματοποιούνται, λόγω έλλειψης απαρτίας, ακόμα και σε περιπτώσεις που χορηγείται άδεια για την πραγματοποίησή τους, οπότε οι αποφάσεις παίρνονται από το Δ.Σ. Σε άλλη ΕΛΜΕ του κέντρου της Αθήνας, από τους 1500 συναδέλφους εγγράφονται, περίπου 600 (ποσοστό 40%), ενώ στις Γ.Σ συμμετέχει το 20% στην καλύτερη περίπτωση.
Παρόμοια κατάσταση παρουσιάζουν πολλές από τις ΕΛΜΕ της χώρας. Υπάρχουν βέβαια και ΕΛΜΕ με μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής, οι οποίες όμως αποτελούν εξαιρέσεις και δεν ανατρέπουν τον κανόνα.
Χαρακτηριστική περίπτωση ανεπαρκούς συμμετοχής των συναδέλφων στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του κλάδου είναι η πρόσφατη απεργία στις 22 και 23/2, όταν τα πανελλαδικά ποσοστά συμμετοχής ήταν της τάξης του 17-20% για την πρώτη μέρα και 42-50% για την δεύτερη, κατά την οποία μάλιστα είχε κηρυχτεί γενική απεργία.
(Ακόμη) Επίσης, σε μεγάλο μέρος από το σύνολο των συνδικαλιστικών παρατάξεων ή μεμονωμένων συνδικαλιστών, (ακόμη και μη κυβερνητικών), κυριαρχεί η λογική της συνδιαχείρισης και συνδιοίκησης της εκπαίδευσης, υπονομεύοντας τον κινηματικό χαρακτήρα του συνδικαλισμού και ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για την υποκατάσταση του σ.κ. από ένα περίπλοκο και σκοτεινό δίκτυο πελατειακών σχέσεων. (Μερίδα συνδικαλιστών είναι διεφθαρμένοι και σε ευθεία διαπλοκή με την οικονομική και πολιτική εξουσία) (Επειδή αναφερόμαστε στο κλάδο μας πρέπει να είμαστε σαφείς και συγκεκριμένοι) . Ενδιαφέρονται περισσότερο για το κυνήγι αξιωμάτων και επιρροής, μέσω πελατειακών σχέσεων, παρά για την υγιή ανάπτυξη του σ.κ. Ορισμένες ΕΛΜΕ έχουν υποβαθμιστεί σε μηχανισμούς διαμεσολάβησης και αναπαραγωγής της διοικητικής και της πολιτικής εξουσίας, χωρίς άλλη λειτουργία πέραν του εκλογικού μηχανισμού.
Σε μερικές ΕΛΜΕ τα ΔΣ και οι αιρετοί των ΠΥΣΔΕ υποκαθιστούν τις γενικές συνελεύσεις και τις κινηματικές διαδικασίες, ή έρχονται σε αντίθεση με αυτές. Παρατηρείται π.χ. το απαράδεκτο φαινόμενο πρόεδροι ΕΛΜΕ, κυρίως προσκείμενοι στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία, να προσέρχονται στις συνελεύσεις προέδρων και να μην ψηφίζουν, ή να φεύγουν από τη συνέλευση προκειμένου να μην αναγκαστούν να ψηφίσουν αυτό για το οποίο τους έχει εξουσιοδοτήσει η ΕΛΜΕ τους, επειδή αντίκειται στις πολιτικές τους σκοπιμότητες.(Το θέμα που θίγεται είναι πολύ σοβαρό και πιθανόν βαρόμετρο . Αν υπάρχουν στοιχεία πρέπει να τεθούν και να είναι στη διάθεση οποιουδήποτε . Αλλιώς η παράγραφος πρέπει να φύγει)
Η πολιτική εξουσία γνωρίζει πολύ καλά ότι, για να ελέγξει ένα λαό πρέπει να παρέμβει στην ιδεολογία του, στην παιδεία, στην κουλτούρα και στον πολιτισμό του. Γι' αυτό και ο χώρος της παιδείας, οι εκπαιδευτικοί ως μονάδες και το συνδικαλιστικό τους κίνημα δέχονται όλες αυτές τις πιέσεις και παρεμβάσεις. Με αρωγό τις παραπάνω αρνητικές όψεις ασκείται προς το σ.κ. ισχυρή πίεση, με σκοπό να εμφανιστεί ότι αυτό και οι συνδικαλιστές εκπρόσωποί του είναι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά στο χώρο εργασίας και στην εκπαίδευση συνολικότερα. Ο προωθούμενος κοινωνικός αυτοματισμός έχει εισχωρήσει σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ολομέτωπη επίθεση, που δεν μπόρεσε να αποτρέψει. Το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο για την ίδια την ύπαρξη και την πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος. Τα συνδικάτα, παρά την κριτική που ασκείται για το ρόλο και τη στάση τους, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στον προσανατολισμό, τη λειτουργία και τη δράση τους, θεωρούμε ότι αποτελούν ένα αναντικατάστατο θεσμό για την υπεράσπιση των άμεσων αλλά και μακροχρόνιων ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων. Είναι φανερό ότι το κεφάλαιο σήμερα και οι πολιτικοί εκφραστές του στην Ευρώπη και την χώρα μας θέλουν να τσακίσουν και να διαλύσουν το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί παρά τα προβλήματα που παρουσιάζει αποτελεί ακόμη εμπόδιο στα ταξικά σχέδιά τους.
Οι συνθήκες στις οποίες σήμερα δρα το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά ιδιαίτερα οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα, εάν έγκαιρα, αποφασιστικά και με τολμηρά βήματα δεν ανοίξουμε μέτωπο με τις αδυναμίες του.


Το Εκπαιδευτικό Σ.Κ. σε Άλλες Χώρες


(Αναμένεται συμβολή από τον Θ. Κοτσιφάκη)
Τι Συνδικαλιστικό Κίνημα χρειάζονται σήμερα οι Εκπαιδευτικοί;

Σε σχέση με την πολιτική, ο συνδικαλισμός διαφοροποιείται καταρχάς στο επίπεδο των επιδιώξεών του. Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αξιοποιεί την πείρα του για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, για τη χαλιναγώγηση της αυθαιρεσίας και του αυταρχισμού της διοίκησης, για τη διασφάλιση και την προαγωγή της παιδαγωγικής αυτονομίας στην άσκηση του έργου τους, για την αξιοκρατική στελέχωση των θεσμών, για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και για τη διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών στη μόρφωση για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τα όποια κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις ατομικές ιδιαιτερότητές τους.
Δίνοντας πρωταρχική σημασία στη διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων και υπηρετώντας αξίες όπως η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη, θα έπρεπε να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με μια πολιτική ηγεσία που εκφράζει, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων. Ο ενστερνισμός αυτών των αξιών και επιδιώξεων και ο συνεχής αγώνας για την προώθησή τους αποτελεί μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας. Η ταύτιση της συνδικαλιστικής ηγεσίας με μια πολιτική εξουσία που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των εργαζομένων και η απεμπόληση των επιδιώξεων των εργαζομένων είναι στοιχεία που διαμορφώνουν ένα νοσηρό κλίμα αναποτελεσματικότητας και απογοήτευσης στο συνδικαλιστικό κίνημα, υπονομεύουν και συρρικνώνουν τα συνδικάτα και τελικά διαιωνίζουν εκμεταλλευτικές σχέσεις σε βάρος των εργαζομένων. Η εμπειρία δείχνει, εξάλλου, ότι οι πιο σημαντικές εξάρσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, οι πιο φωτεινές περίοδοι της ιστορίας του συνδέονται με περιπτώσεις απεμπλοκής από τις νοοτροπίες και τις πρακτικές ενός κυβερνητικού συνδικαλισμού, που θυσιάζει τα πάντα στο βωμό βραχυπρόθεσμων σκοπιμοτήτων.
Η αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να αποτρέψει τις βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές και να οργανώσει αποτελεσματικούς αγώνες για την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων πρέπει να αποτελέσει μια ευκαιρία για (τις δυνάμεις εκείνες) όλους τους συναδέλφους που αγωνιούν για το συνδικαλιστικό κίνημα, προκειμένου αυτό να επανεξετάσει την πορεία του, να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα και να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του καταπρόσωπο. Δεν μπορεί να συνεχίσει τον θετικό του ρόλο και δρόμο αν δεν πείθει τους συναδέλφους και την κοινωνία. Η αυταρέσκεια στη δράση και τη λογική δεν έχουν καμιά θέση στο σ.κ.
Απαιτείται ισχυρή πολιτική και ιδεολογική ενίσχυση των θέσεων και των απόψεων του σ.κ. Ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης, οι θέσεις μας πρέπει να είναι ολοκληρωμένες και κατανοητές, να εκφράζουν τους συναδέλφους, να αντέχουν σε κάθε πίεση, σε κάθε παρέμβαση της οποιασδήποτε εξουσίας και να μην χρειάζονται επεξηγήσεις και αστερίσκους. Το σ.κ. επιβάλλεται να οργανώνει και να πραγματοποιεί στοχευμένες κινητοποιήσεις οι οποίες θα συσπειρώνουν τους συναδέλφους, να προτάσσει το κοινό και το ευρύτερο, και να μπορεί έτσι να εντάσσει τα στενά κλαδικά αιτήματα μέσα στα ευρύτερα εργασιακά και κοινωνικά θέματα.
Ειδωμένο από τη σκοπιά του κοινωνικού κεφαλαίου, το ζητούμενο για το συνδικαλιστικό κίνημα είναι να οικοδομήσει δίκτυα που θα διαθέτουν κοινές αξίες και κοινά κριτήρια αποφάσεων. Δίκτυα στα οποία οι συμμετέχοντες θα έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία και οι διαδικασίες συνεργασίας και συμμετοχής τους θα μετριάζουν τις αμφιβολίες τους και θα προάγουν την αποτελεσματικότητα. Άμεσες αλλαγές μπορούν να γίνουν στο επίπεδο της πληροφόρησης και στη συχνή και ποιοτική επικοινωνία μεταξύ ατόμων και ομάδων για να αυξηθεί η συμμετοχή, συνεπώς και η αμοιβαιότητα και η εμπιστοσύνη. Και εδώ σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει το Διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες.
Προφανώς, η προσωπική φυσική παρουσία και η πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση, είναι πολύ προτιμότερη. Αλλά όταν πολλοί άνθρωποι δεν έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων είναι ανεκτίμητη. Συχνά οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές δραστηριότητες (π.χ. συσκέψεις) πραγματοποιούνται σε χρόνο και τόπο που άτομα με οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως είναι κυρίως οι γυναίκες, δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Η χρήση των ΤΠΕ (Τεχνολογιών Πληροφόρησης και Επικοινωνίας, όπως λίστες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, wikis, fora κ.α.) βοηθά ώστε να μην αποκλείονται από την ενημέρωση και την συμμετοχή άτομα με περισσότερες υποχρεώσεις και λιγότερο ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον το Διαδίκτυο μπορεί να ενδυναμώσει την αφοσίωση των μελών σε μια συλλογική δράση, παρέχοντας ταχύτερη και πιο συχνή επικοινωνία. Ακόμη, το Διαδίκτυο δίνει την δυνατότητα για διεθνείς συνδέσεις και συνεργασίες. Η παγκόσμια προβολή που μπορεί να δώσει σε τοπικού επιπέδου κινητοποιήσεις και εκστρατείες είναι πολύ σημαντική και ανέξοδη.
Είναι σαφές ότι οι νέες ΤΠΕ δεν είναι πανάκεια για τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα σήμερα. Η πρόσβαση και η γνώση των ΤΠΕ είναι εξαιρετικά ανισομερής μέσα στον πληθυσμό, η επικύρωση των μέσω αυτών διακινούμενων πληροφοριών δεν είναι εύκολη, ενώ ολόκληρα τα φυσικά δίκτυα των ΤΠΕ υπόκεινται στον άμεσο και ολοκληρωτικό έλεγχο της εξουσίας. Έτσι, τα συνδικάτα θα πρέπει να συνεχίσουν απρόσκοπτα (τις παραδοσιακές μορφές ακτιβισμού και οργάνωσης) (Τι εννοείς εδώ; - Σε ποιες μορφές αναφέρεσαι;) και να αξιοποιούν τις ΤΠΕ σε μεγάλο βαθμό μεν, αλλά με συναίσθηση του επικουρικού προς τις κύριες μορφές δράσης και επικοινωνίας χαρακτήρα.
Σε πολιτικό επίπεδο, πρέπει να επιμείνουμε στην ενίσχυση και τη διεύρυνση των ταξικών χαρακτηριστικών του συνδικαλιστικού κινήματος. Να αποκρούσουμε την προσπάθεια της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, που θέλουν να καλλιεργήσουν και να εντείνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, να διαιρέσουν και να απομονώσουν τμήματα των εργαζομένων, να ενσωματώσουν και να υποτάξουν το συνδικαλιστικό κίνημα, κρύβοντας την ταξική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Να δυναμώσουμε και να ενισχύσουμε την κοινωνική αλληλεγγύη στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και προς τους πιο αδύνατους και ιδιαίτερα τους μετανάστες, που σήμερα πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Να πολιτικοποιήσουμε τις παρεμβάσεις και τους αγώνες μας σε όλα τα επίπεδα του συνδικαλιστικού κινήματος (αντιμετωπίζοντας) αντιπαλεύοντας συντεχνιακά φαινόμενα και αντιλήψεις. Η μεταφορά ευθυνών από το ένα επίπεδο στο άλλο, η καλλιέργεια συντεχνιακών αντιλήψεων, οι διαιρέσεις και οι αντιπαραθέσεις διασπούν το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων για την απόκρουση των αντιλαϊκών πολιτικών. Να διευρύνουμε τις συμμαχίες μας με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, με τις άλλες κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από αυτή την αδιέξοδη πολιτική.
Ταυτόχρονα, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να πάρει συγκεκριμένα μέτρα προς την κατεύθυνση των νέων, που πλήττονται και θα πληγούν ακόμα περισσότερο από τις επιλογές που γίνονται για τις εργασιακές σχέσεις, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, τις αλλαγές στην παιδεία κ.λπ. και με κοινές αγωνιστικές παρεμβάσεις να αντισταθεί στην προσπάθεια ισοπέδωσης των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
Να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα πελατειακών σχέσεων, διαμεσολάβησης και διαφθοράς, που το σύστημα για να καλύψει τις ανάγκες του έχει αφήσει και αφήνει έδαφος να αναπτυχθούν από ελάχιστες μειοψηφίες, αλλά αξιοποιούνται για να συκοφαντηθούν συνολικά οι εκπαιδευτικοί και όλοι οι εργαζόμενοι.
Να ενισχύσουμε την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος από κυβερνήσεις και κόμματα. Η έντονη κομματικοποίηση και παραταξιοποίηση και η υποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων πολλές φορές από παρατάξεις, σε συνδυασμό με το ρόλο και την τακτική τους, έχουν οδηγήσει στην απαξίωση των συνδικάτων, στην αναξιοπιστία τους, στην ακύρωση του ρόλου τους. Η κατάκτηση της αυτονομίας των συνδικάτων και η αγωνιστική προώθηση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων αποτελούν βασική προϋπόθεση για μια άλλη πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος. (Πιστεύω πως η παράγραφος αυτή θέλει βελτίωση . Όπως είναι διατυπωμένη αφήνει ανοιχτά επιχειρήματα στο γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν παρατάξεις)
Να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της οργανωτικής ενότητας του σ.κ. Η ύπαρξη εκατοντάδων Σωματείων στο Δημόσιο, η ύπαρξη δεκάδων Ομοσπονδιών αποτελούσε και αποτελεί σημαντικό πρόβλημα οργανωτικής διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη δύο Συνομοσπονδιών (Γ.Σ.Ε.Ε. και Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), σε συνδυασμό με τις κομματικο-παραταξιακές σκοπιμότητες, ακυρώνει την αγωνιστική και ενιαία δράση όλων των εργαζομένων, που σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, με την πρόσληψη εκτάκτων, έχει αλλάξει τελείως τα δεδομένα στο Δημόσιο. Η μόνιμη απασχόληση όλο και περιορίζεται. Να οργανώσουμε το σύνολο των εργαζομένων στις Δημόσιες Υπηρεσίες, τους μόνιμους, τους έκτακτους, τους εργαζόμενους με σύμβαση ορισμένου χρόνου, τους εργαζόμενους σε εργολάβους.
Κυρίαρχο ζήτημα όμως παραμένει η συνδικαλιστική κάλυψη όλων και ιδιαίτερα των «εκτός των τειχών». Ταυτόχρονα, η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων με ελαστικές εργασιακές σχέσεις είναι θέμα που πρέπει να απασχολήσει το συνδικαλιστικό κίνημα και να εντάξει πιο αποφασιστικά στη δράση του την προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των εργαζομένων ανεξάρτητα από σχέση εργασίας και από εργοδότες.
Να πάρουμε μέτρα για την αξιοπιστία και την αναβάθμιση του κύρους του συνδικαλιστικού κινήματος. Η αξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος συνδέεται άμεσα, εκτός των άλλων, με τη στάση των ίδιων των συνδικαλιστικών στελεχών. Δυστυχώς, σήμερα εκδηλώνονται συμπεριφορές από ορισμένα στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος που εκθέτουν το κίνημα στο σύνολό του και δίνουν τη δυνατότητα στους αντιπάλους να συκοφαντούν και να απαξιώνουν το συνδικαλισμό. Οι παχυλές και προκλητικές αμοιβές συνδικαλιστών του ιδιωτικού τομέα, που συνδέονται με τη συνδικαλιστική τους ιδιότητα, οι αμοιβές από συμβούλια και επιτροπές, η αξιοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης για προσωπικά και πολιτικά οφέλη, η αποδοχή κυβερνητικών ή διοικητικών θέσεων και η εναλλαγή των ρόλων, η αξιοποίηση των συνδικαλιστικών αδειών για προσωπικά οφέλη, η απουσία από τη συλλογική δράση και τους αγώνες, η διαμεσολάβηση για την προώθηση συμφερόντων με κομματικά ή παραταξιακά κριτήρια, έχουν εκθέσει και εκθέτουν το συνδικαλιστικό κίνημα. Για το χώρο του Δημοσίου, η τοποθέτηση συνδικαλιστικών στελεχών σε θέσεις του διοικητικού μηχανισμού πέρα από τα άλλα προβλήματα που δημιουργεί ακυρώνει τον ίδιο το ρόλο του συνδικαλιστικού κινήματος και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ενότητα, τη συσπείρωση και τη δράση. Απαιτείται άμεσα η θεσμοθέτηση ενός κώδικα δεοντολογίας για όλα τα συνδικαλιστικά στελέχη.
Να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα γραφειοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων. Τα συνδικάτα από αυθεντικοί εκφραστές των μελών τείνουν να αποτελέσουν γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, με τις παρατάξεις να υποκαθιστούν τη συμμετοχή και το διάλογο μεταξύ των εργαζομένων και να ευνοούν τις «συνεννοήσεις» σε επίπεδο ηγεσίας. Το φαινόμενο αυτό, που είναι έντονο στις τριτοβάθμιες οργανώσεις, αναπαράγεται στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και στα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία. Ταυτόχρονα πολλές ΕΛΜΕ τις περισσότερες φορές αρκούνται στην απλή γνωστοποίηση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, χωρίς να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα ενημέρωσης και ενεργοποίησης των συναδέλφων. Πολλές αποφάσεις για απεργιακές κινητοποιήσεις παίρνονται από τα Δ.Σ παρουσία ελάχιστων συναδέλφων ή να χαρακτηρίζονται Γ.Σ συναθροίσεις λίγων συναδέλφων. Απαιτείται η τήρηση των καταστατικών δημοκρατικών διαδικασιών, η ουσιαστική λειτουργία των οργάνων διοίκησης και η λήψη μέτρων που θα ενισχύουν τη διαφάνεια και την πληροφόρηση για τις αποφάσεις. Ταυτόχρονα, πρέπει να πάρουμε συγκεκριμένα μέτρα για τη μεγαλύτερη ενεργοποίηση των συναδέλφων στη ζωή των ΕΛΜΕ.
Να συντονίσουμε τη δράση μας με τους εργαζόμενους της Ευρώπης. Οι τελευταίες εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούνται στους εργαζομένους σε άλλες χώρες και ιδιαίτερα του Νότου επιβάλλουν τον συντονισμό και την κοινή δράση. Η μετακίνηση των κέντρων λήψης αποφάσεων και άσκησης της οικονομικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές επίπεδο είναι σημαντικότατη πρόκληση για τα συνδικάτα, τα οποία εξακολουθούν να είναι οργανωμένα στο μοντέλο του «έθνους-κράτους». Απαιτείται, λοιπόν, η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου ως νέου πεδίου ταξικής πάλης, γεγονός που γίνεται σήμερα εμφανέστερο με την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας για την εργατική τάξη. Ζητούμενα είναι η συστηματική οικοδόμηση διμερών και πολυμερών σχέσεων και συμμαχιών με τα συνδικάτα των άλλων χωρών, η δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών, η ανάληψη κοινής συνδικαλιστικής δράσης (Βαλκάνια, Νότια Ευρώπη) και η αναβάθμιση της διεθνούς συνδικαλιστικής παρέμβασης.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, δέχεται και θα δεχτεί μεγάλη επίθεση. Η κυβέρνηση και το κεφάλαιο θα συνεχίσουν τη συκοφαντική επίθεση σε βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος, με στόχο να το παρουσιάσουν συνένοχο στην κρίση. Στόχος τους είναι να συκοφαντήσουν τα συνδικάτα, αλλά και να καθυποτάξουν και να εξουδετερώσουν κάθε συλλογική δράση που προβάλλει αντίσταση στο μονόδρομο του Μνημονίου.
Ανακεφαλαιώνοντας πιστεύουμε ότι για την επίτευξη των στόχων μας απαιτούνται μεταξύ άλλων :
                      Πολιτικοποιημένο, ταξικό, αγωνιστικό συνδικαλιστικό κίνημα, που θα προτάσσει το κοινό και το ευρύτερο συμφέρον των εργαζόμενων και θα εντάσσει σ’ αυτό το στενά κλαδικό, πραγματοποιώντας στοχευμένες κινητοποιήσεις, οι οποίες θα συσπειρώνουν τους συναδέλφους, αλλά θα τους φέρνουν παράλληλα και σε επαφή και συντονισμό με άλλους κλάδους και ομάδες εργαζομένων.
                      Ολοκληρωμένες θέσεις, που θα (επιχειρούν να) (να διαγραφεί) απαντούν σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα της εκπαίδευσης και των εργασιακών σχέσεων, καθώς και στις πιέσεις που ασκούνται από τις κυβερνήσεις και  θα  δίνουν  διεξόδους  με  προτάσεις  και  λύσεις  για  τη  βελτίωση  της  Δημόσιας  Παιδείας .
                      Αυτονομία στο σ.κ και συνολικό σχέδιο ως προϋπόθεση για την ενότητά του. Ρήξη με την κυβερνητική εξουσία και τους φορείς των αντεργατικών πολιτικών.
                      (Χτύπημα) Απομόνωση των διεφθαρμένων και διαπλεκόμενων συνδικαλιστών, όπως και εκείνων που χρησιμοποιούν τη συνδικαλιστική τους ιδιότητα ως βατήρα για κυβερνητικά και άλλα ασυμβίβαστα αξιώματα και οφέλη.
                      (Συμφωνία για αγωνιστική συμπόρευση του συνόλου των συνδικαλιστικών δυνάμεων με όρους ενότητας και μαζικότητας, αξιοποιώντας μεν όπου είναι εφικτό τις προβληματικές υπάρχουσες δομές, αλλά και διερευνώντας νέες δομές, απαλλαγμένες από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και το σφιχτό εναγκαλισμό της εξουσίας, που θα ξεπερνούν τον τωρινό κατακερματισμό των σωματείων και συνδικάτων και τη διάσταση ανάμεσα σε ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ.) (Πρέπει να φύγει . Όπως είναι διατυπωμένο σ’ αυτές τις δομές εντάσσεται και η ΟΛΜΕ . Να αντικατασταθεί με το εξής)
                      Συμφωνία  για  αγωνιστική  συμπόρευση  του  συνόλου  των  συνδικαλιστικών  δυνάμεων  με  όρους  ενότητας  και  μαζικότητας , στο  πλαίσιο  των  υπαρχουσών  δομών
                      Προστασία και συμπερίληψη στο συνδικαλιστικό σώμα των εργαζόμενων με μερικές ή ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ουσιαστική συμπαράσταση και συμπόρευση με τους ανέργους και τους μετανάστες, που αποτελούν τα πιο αδύναμα μέλη του εργατικού δυναμικού.
                      Σύνδεση με τα άλλα κοινωνικά κινήματα.
                      Πρωτοβουλίες για σχεδιασμό κοινής και συντονισμένης δράσης των εργαζομένων σε υπερεθνικό επίπεδο.
                      Άμεση ενεργοποίηση του Πολιτιστικού Κέντρου της ΟΛΜΕ, όπου θα ενταχθούν και δράσεις όπως: η αιμοδοσία, οι κατασκηνώσεις, οι εκδηλώσεις, οι συμβάσεις με καταστήματα κ.ά..
                      Αξιοποίηση των ΤΠΕ (διαδίκτυο κλπ) για την πολύπλευρη ανάπτυξη νέων μορφών αμφίπλευρης επικοινωνίας και δράσης, παράλληλα με τις κλασικές μορφές συνδικαλιστικής παρέμβασης και οργάνωσης.



[1] Bourdieu κοινωνικό κεφάλαιο (λείπει αναφορά βιβλιογραφίας)
[2] Μετρήσεις κοινωνικού κεφαλαίου (λείπει αναφορά)