Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ομάδα Α4: Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Ομάδα Εργασίας Α4:

Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Συντονιστής:
Ανδρινόπουλος Γεώργιος
Μέλη:
Κουμπάρου Χρυσάνθη
Πέτσικα Αγγελική
Σεχόπουλος Σίμος
Στέφος Αναστάσιος
Χαριτίδου Γεωργία
Χρυσοβέργης Μιχάλης

Η επιμόρφωση των καθηγητών/-τριών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Με τον όρο επιμόρφωση νοούμε τη συνεχή διαδικασία η οποία συνδέει την επιστημονική γνώση με την επαγγελματική δραστηριότητα, με στόχο την απόκτηση γνώσεων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την υιοθέτηση στάσεων που θα επιτρέψουν στους καθηγητές/-τριες να αξιοποιήσουν ποιοτικά τις επιστημονικές και παιδαγωγικές απαιτήσεις της επιστήμης και να ανταποκριθούν με επιτυχία στα επίκαιρα προβλήματα της σχολικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Η επιμόρφωση συνιστά βασική προϋπόθεση για την υποστήριξη, την ανατροφοδότηση και τη βελτίωση του έργου του εκπαιδευτικού και του ρόλου του στο σχολείο και την τάξη.
            Η επιμόρφωση ανάλογα με τη χρονική περίοδο που πραγματοποιείται, σε σχέση με τη σταδιοδρομία των καθηγητών/-τριών, διακρίνεται σε εισαγωγική και ενδοϋπηρεσιακή. Ως προς τη διάρκεια μπορεί να είναι επιμόρφωση βραχυχρόνια, επιμόρφωση μέσης διάρκειας και επιμόρφωση μακράς διάρκειας. Η παρακολούθηση της οποιασδήποτε μορφής επιμόρφωσης είναι υποχρεωτική ή προαιρετική.

Οι επιμορφωτικές ανάγκες των καθηγητών/-τριών κατηγοριοποιούνται ως εξής: α) γενικές επιμορφωτικές ανάγκες, που προκύπτουν από την ίδια τη λειτουργία του εκπαιδευτικού θεσμού στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, β) επιμορφωτικές ανάγκες που προκύπτουν από την εισαγωγή καινοτομιών, ποικίλων εκπαιδευτικών αλλαγών (Αναλυτικά Προγράμματα, διδακτικά βιβλία, νέες τεχνολογίες) κ.ά., γ) ειδικές επιμορφωτικές ανάγκες, σε σχέση με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας (π.χ. σχολικές μονάδες στα Πομακοχώρια) και δ) επιμορφωτικές (με βάση τα γνωστικά αντικείμενα, τη διδακτική μεθοδολογία, την ψυχοπαιδαγωγική κατάρτιση, την ψυχοκοινωνιολογική ευαισθητοποίηση) καθώς και αναπτυξιακές ανάγκες αυτοδιερεύνησης, συμμετοχής στο συλλογικό προβληματισμό για το μεταβαλλόμενο ρόλο του εκπαιδευτικού, αντιμετώπισης του επαγγελματικού άγχους των ίδιων των καθηγητών/-τριών. Η ικανοποίηση των αναγκών αυτών συνδέει άρρηκτα την επιμόρφωση με την αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του έργου τους. Δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού έργου χωρίς επιμόρφωση.
            Στις ευρωπαϊκές χώρες το θεσμικό πλαίσιο της επιμόρφωσης παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, ως προς το επίπεδο θεσμικής ρύθμισης και ελέγχου της, ως προς τον υποχρεωτικό ή μη χαρακτήρα της επιμόρφωσης και τη διάρκειά της (όπου είναι υποχρεωτική) και ως προς τη σύνδεσή της με την υπηρεσιακή εξέλιξη των επιμορφουμένων. Όμως, τόσο οι διεθνείς τάσεις όσο και η ευρωπαϊκή πρακτική αποτυπώνουν την αναγκαιότητα για μετάβαση από την τυπική και αποσπασματική επιμόρφωση σε διαδικασίες διά βίου μάθησης. Όπως καταγράφεται στο ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό δίκτυο Eurydice και αποτυπώνεται σε έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.), η εισαγωγική επιμόρφωση στις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) είτε ενσωματώνεται στις πανεπιστημιακές σπουδές, ως ειδίκευση στην εκπαίδευση, είτε οργανώνεται από θεσμοθετημένους φορείς με διετείς ή ετήσιες σπουδές. Το πρόγραμμα αυτό ολοκληρώνεται με πιστοποίηση για την άσκηση του επαγγέλματος (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο). Η ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση στην Ε.Ε. πραγματοποιείται με ποικίλους τρόπους. Σε άλλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία κ.ά.) η επιμόρφωση πραγματώνεται με συστηματικό και ευέλικτο τρόπο, με άξονα προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης, με προαιρετικό ή υποχρεωτικό χαρακτήρα. Σε άλλες, όμως, χώρες (Τσεχία, Δανία, Φινλανδία) η επιμόρφωση με στόχο την επαγγελματική ανάπτυξη είναι περιορισμένη. Μόνο σε έντεκα κράτη-μέλη η επιμόρφωση είναι υποχρεωτική (Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Εσθονία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Ρουμανία, Μάλτα, Ηνωμένο Βασίλειο).
Στη χώρα μας, οι προσπάθειες να οργανωθεί η επιμόρφωση των καθηγητών/-τριών αρχίζουν το 1910 με την ίδρυση του διετούς Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως (Δ.Μ.Ε.) στην Αθήνα. Το 1982, μετά από ποικίλες διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας του, το Δ.Μ.Ε. καταργείται. Ήδη, όμως, από το 1976 συλλειτουργεί και η Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (Σ.Ε.Λ.Μ.Ε), η οποία είναι ετήσιας διάρκειας. Για τους επιμορφουμένους σε αυτές προβλέπεται απαλλαγή από τα διδακτικά τους καθήκοντα. Οι Σ.Ε.Λ.Μ.Ε. λειτουργούν μέχρι το 1992, οπότε αντικαθίστανται από τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.), με την προοπτική να λειτουργήσουν αποκεντρωμένα και να καλύψουν τις επιμορφωτικές ανάγκες μεγαλύτερου αριθμού εκπαιδευτικών.
Τα Π.Ε.Κ., κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας τους, είχαν εξαμηνιαία διάρκεια, στη συνέχεια τρίμηνη και αργότερα συρρικνώθηκαν σε 48ωρα σεμινάρια. Σήμερα, λειτουργούν για την εισαγωγική μόνο επιμόρφωση ή για τυχόν έκτακτες επιμορφωτικές ανάγκες. Στη συνέχεια, το 2002 ιδρύεται ο Οργανισμός Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών (Ο.ΕΠ.ΕΚ.), ο οποίος ενεργοποιείται μερικώς το 2003 και αναλαμβάνει το σχεδιασμό, την οργάνωση και τη διεξαγωγή της εισαγωγικής επιμόρφωσης μέσω των Π.Ε.Κ. Το σημερινό οργανωτικό πλαίσιό της είναι διάρκειας 100 ωρών και διαρθρώνεται σε τρεις φάσεις. Η επιμόρφωση, όμως, αυτή έχει τη μορφή κυρίως καθοδηγητικών και μεμονωμένων εισηγήσεων, με άπειρους ενίοτε επιμορφωτές, και ως εκ τούτου καθίσταται αναποτελεσματική και απρόσφορη.
Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, οι φορείς της επιμόρφωσης είναι οι παρακάτω: Π.Ι., Ο.ΕΠ.ΕΚ., Π.Ε.Κ., Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.), Ανώτατα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Τ.Ε.Ι.), Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.), Ινστιτούτο Επιμόρφωσης (ΙΝ.ΕΠ.), Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Ι.Δ.ΕΚ.Ε.), Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Κ.Ε.Κ.) καθώς και στελέχη της εκπαίδευσης (κυρίως οι Σχολικοί Σύμβουλοι). Επίσης, επιμορφωτικό έργο ασκούν τα επιστημονικά ινστιτούτα, τα επιστημονικά κέντρα συνδικαλιστικών φορέων, οι επιστημονικές ενώσεις και οι σύνδεσμοι καθηγητών/-τριών, τα ευρωπαϊκά ερευνητικά κέντρα και οι διεθνείς οργανισμοί, τα δίκτυα εκπαιδευτικών και άλλοι φορείς άτυπης εκπαίδευσης (πολιτιστικά κέντρα, δήμοι κ.ά.).

Η σημερινή «προβληματική» κατάσταση
Τα σημαντικότερα προβλήματα που σχετίζονται με την επιμόρφωση είναι τα παρακάτω:
Ø  Ανυπαρξία γενικευμένου προγράμματος περιοδικής επιμόρφωσης μεγάλης και ικανοποιητικής διάρκειας που να καλύπτει το σύνολο των καθηγητών/-τριών.
Ø  Ασυνέχεια των ποικίλων επιμορφωτικών δράσεων.
Ø  Επικάλυψη αρμοδιοτήτων θεσμικών φορέων επιμόρφωσης.
Ø  Οργανωτικές αστοχίες και ουσιαστικές ελλείψεις κατά τις πραγματοποιούμενες επιμορφώσεις.
Ø  Έλλειψη κινήτρων για συμμετοχή, απουσία ενημέρωσης και γραφειοκρατικά εμπόδια (δυσλειτουργικό πλαίσιο συμμετοχής, καθυστερήσεις χρηματοδότησης, χαμηλές αμοιβές…).
Ø  Ελλιπής εκπροσώπηση των εκπαιδευτικών από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και το σχεδιασμό των ποικίλων επιμορφωτικών προγραμμάτων.
Ø  Απουσία μόνιμης, αξιοπρεπούς στέγης και βασικές ελλείψεις στην υλικοτεχνική υποδομή.
Ø  Πραγματοποίηση της εισαγωγικής «επιμόρφωσης» στο πλαίσιο 100 μόνο ωρών: ανεπαρκέστατο (στην ουσία ανύπαρκτο) πλαίσιο.
Ø  Μη διασφάλιση των κριτηρίων της γνωστικής επάρκειας και της ψυχοπαιδαγωγικής καταλληλότητας των επιμορφωτών.
Ø  Αποσπασματικότητα των προσφερόμενων γνώσεων.
Ø  Ανυπαρξία αξιόπιστου και κατάλληλου επιμορφωτικού υλικού.
Ø   «Σχολειοποιημένος» χαρακτήρας επιμόρφωσης (α΄ και γ΄ φάσεις Π.Ε.Κ.).
Ø  Μη πρόβλεψη απαλλαγής των επιμορφουμένων από τα διδακτικά καθήκοντα.
Ø  Δυσλειτουργία σχολικών μονάδων νησιωτικών, παραμεθόριων και απομακρυσμένων περιοχών, λόγω της συμμετοχής των καθηγητών/-τριών σε επιμορφωτικά προγράμματα που λειτουργούν μόνο στις έδρες των Π.Ε.Κ.
Ø  Απαράδεκτοι περιορισμοί εκπαιδευτικών αδειών για μετεκπαίδευση, καθώς και υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.)

Τελικά, ο περιορισμός των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων των Π.Ε.Κ. και ο τρόπος υλοποίησής τους οδήγησαν στον εκφυλισμό του θεσμού της επιμόρφωσης και στην απαξίωσή της.

Προτάσεις

Η ομάδα εργασίας μας, με βάση τις διαπιστώσεις για τη σημερινή προβληματική κατάσταση  στην επιμόρφωση και τις συλλογικές αποφάσεις της Ο.Λ.Μ.Ε., κατέληξε σε συγκεκριμένες προτάσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση όλων αυτών των προτάσεων είναι η πρόβλεψη τακτικής, γενναίας χρηματοδότησης, η οποία θα είναι ενταγμένη στον ετήσιο προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Οι προτάσεις μας επικεντρώνονται στους παρακάτω άξονες:

Α. Ως προς το νομοθετικό και οργανωτικό πλαίσιο της επιμόρφωσης
Προτείνουμε την εφαρμογή του Νόμου 1566/1985, που προβλέπει την περιοδική επιμόρφωση, η οποία θα επαναλαμβάνεται για όλους τους διορισμένους καθηγητές/-τριες κάθε 4-6 χρόνια, με σκοπό την ενημέρωσή τους για τις επιστημονικές εξελίξεις, τις νέες μεθόδους διδασκαλίας και αξιολόγησης και τις ποικίλες εκπαιδευτικές καινοτομίες. Θεωρούμε ρεαλιστική την πρόταση της Ο.Λ.Μ.Ε. για επιμόρφωση 5.000 καθηγητών/-τριών κατ’ έτος, με απαλλαγή από τα διδακτικά τους καθήκοντα. Έτσι, σε εύλογο χρονικό διάστημα θα υλοποιηθεί ο πρώτος κύκλος επιμόρφωσης όλων των εκπαιδευτικών. Επιπλέον, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο επιμόρφωσης, πρέπει να αναμορφωθεί, ώστε να αντιμετωπιστεί η επικάλυψη αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους ποικίλους φορείς επιμόρφωσης. Επιβάλλεται να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός επιμορφωτικής πολιτικής από ένα φορέα.
Ο φορέας αυτός, ως αρμόδιος, πρέπει να σχεδιάζει διαφορετικές σύγχρονες μεθόδους και τεχνικές επιμορφωτικών προγραμμάτων, με χρήση όχι μόνο των «εκθετικών» μεθόδων (εισήγηση, επίδειξη, παρακολούθηση διδασκαλιών), αλλά και με χρήση μεθόδων «ενεργητικών – συμμετοχικών», μεθόδου «έρευνας δράσης» και μεθόδου «ανοιχτής εκπαίδευσης» (εξ αποστάσεως /distance learning και εκπαίδευσης υποστηριζόμενης από Ηλεκτρονικό Υπολογιστή /e-learning με το λειτουργικό συνδυασμό σύγχρονης και ασύγχρονης μετάδοσης).

Β. Ως προς τη λειτουργία των Επιμορφωτικών Κέντρων
Προτείνουμε τη δημιουργία Μητρώου Πιστοποιημένων Επιμορφωτών για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από το συγκεκριμένο Μητρώο του κλάδου μας να ορίζονται αποκλειστικά ο/η Πρόεδρος και η διοίκηση του φορέα που θα υλοποιεί την επιμόρφωση (π.χ. Π.Ε.Κ.).
Κάθε μορφή επιμόρφωσης, μόλις ολοκληρώνεται, να αξιολογείται, με σκοπό όχι τον έλεγχο, αλλά την αναπτυξιακή προοπτική και βελτίωση με τον επαναπροσδιορισμό όλων των παραγόντων της επιμορφωτικής διαδικασίας.

Γ. Ως προς την ενεργοποίηση και εφαρμογή της επιμόρφωσης
Προτείνουμε η εισαγωγική επιμόρφωση για τους διοριστέους εκπαιδευτικούς να είναι υποχρεωτική, να πραγματοποιείται αμέσως μετά το διορισμό, πριν από την έναρξη του σχολικού έτους, και να έχει διάρκεια τουλάχιστον ένα τρίμηνο. Να συνδέεται με θεωρητική ψυχοπαιδαγωγική κατάρτιση και πρακτική άσκηση και να ολοκληρώνεται με ουσιαστική πιστοποίηση.
Η ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση να είναι ετήσιας διάρκειας και υποχρεωτική. Να συνδέεται με απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα και να ολοκληρώνεται με ουσιαστική πιστοποίηση. Να συναρτάται με μοριοδότηση και οικονομική αποζημίωση, κατά περίπτωση.
Η ενδοϋπηρεσιακή (βραχυχρόνια) επιμόρφωση να καλύπτει και τις συγκεκριμένες επιμορφωτικές ανάγκες που προκύπτουν από την ανάληψη καθηκόντων των Σχολικών Συμβούλων, των Διευθυντών/-ντριών Εκπαίδευσης, των Προϊσταμένων Γραφείων και των Διευθυντών/-ντριών σχολικών μονάδων.

Δ. Ως προς την παρακολούθηση μεταπτυχιακών προγραμμάτων

Υιοθετούμε την πρόταση της Ο.Λ.Μ.Ε. για θεσμοθέτηση της μετεκπαίδευσής μας και τη σύνδεσή της με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Η επιμόρφωση για απόκτηση μεταπτυχιακού/διδακτορικού τίτλου πρέπει να συνδέεται με υπηρεσιακή άδεια καθορισμένης διάρκειας, κατά περίπτωση, σύμφωνης με το πρόγραμμα σπουδών του αρμόδιου Α.Ε.Ι./Α.Τ.Ε.Ι. Προτείνουμε να εξασφαλιστεί αυτή η δυνατότητα με την καθιέρωση ειδικού κωδικού από τον προϋπολογισμό. Επίσης, προτείνουμε να προβλεφθεί ειδικός κωδικός για τις υποτροφίες από το Ι.Κ.Υ. Παράλληλα, να ενισχυθούν τα προγράμματα ανταλλαγής των καθηγητών/-τριών με συναδέλφους από άλλες, ευρωπαϊκές χώρες.

Ανακεφαλαιωτικά, οι στατικές αντιλήψεις για την επιμόρφωση των καθηγητών/-τριών και οι αποσπασματικές δραστηριότητες πρέπει να υποχωρήσουν και να αντικατασταθούν από αντιλήψεις και πρακτικές που συνδυάζουν άρρηκτα την επιστημονική και την επαγγελματική ανάπτυξη των καθηγητών/-τριών. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορούμε να προσδοκούμε ότι η επιμόρφωσή μας θα υποστηρίξει, θα ανατροφοδοτήσει και θα βελτιώσει το εκπαιδευτικό έργο και, κατά συνέπεια, θα συνεισφέρει στον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Νομίζουμε πως όλοι συμφωνούμε ότι είναι δικαίωμα όλων των μαθητών και των μαθητριών μας να διδάσκονται από καθηγητές/-τριες οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί και επιμορφωθεί με τον αποτελεσματικότερο τρόπο από την πολιτεία, που επιδιώκουν να αναπτύσσονται διαρκώς επαγγελματικά και στους οποίους η πολιτεία προσφέρει αυτή τη δυνατότητα με τους καλύτερους όρους.