Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ομάδα Α1: Οργάνωση και πραγματοποίηση της διδακτικής / μαθησιακής διαδικασίας

Ομάδα Εργασίας Α1:

Οργάνωση και πραγματοποίηση της διδακτικής / μαθησιακής διαδικασίας

(Αναλυτικά Προγράμματα και σχολικά βιβλία. Θεωρητικά προβλήματα)

 Συντονιστής:
Πατίδης Ηλίας
Μέλη:
Δανιήλ Μαρία
Δουλκέρης Μιχάλης
Θεριανός Κώστας
Παυλάκος Παναγιώτης
Ρεμούνδος Σωτήρης
Τέντες Παντελής 
Τουλιάτος Σπύρος 

  1. Οι  οικονομικές  - κοινωνικές συνθήκες και η εκπαίδευση σήμερα
Βασικό γνώρισμα των σημερινών οικονομικών συνθηκών στον πλανήτη είναι η απόλυτη κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που κινούνται από τη διεθνοποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου προς τη μετατροπή του σε ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσα από τις τράπεζες και την αγορά ώστε να αναγνωρίζεται ως παγκοσμιοποίηση.
Η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, που διατηρείται μαζί με τις άλλες δευτερεύουσες αντιθέσεις και δημιουργεί την ανισομερή κατανομή του κεφαλαίου, διατηρεί τις διαφορετικές ταχύτητες ανάμεσα στις ισχυρές ομάδες κρατών και τα περιφερειακά κράτη στα οποία εντοπίζονται τα μεγάλα προβλήματα.

Οι ηγέτιδες τάξεις δεν έχουν καμιά βούληση να λύσουν τα παγκόσμια προβλήματα, που διαρκώς περιπλέκονται, όπως οικολογικά-μόλυνση του περιβάλλοντος, ενεργειακές πηγές, φτώχεια, πείνα, ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, ρατσισμός. Αυξάνεται η εκμετάλλευση της εργασίας, η οποία έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, αποδυνάμωση ως κατάργηση των συλλογικών   συμβάσεων εργασίας και αντικατάσταση με τη μερική απασχόληση.
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και η ταχύτατη διάδοση των πληροφοριών έχουν αυξημένες δυνατότητες να βελτιώσουν τις σχέσεις εργασίας, αλλά και ταυτόχρονα να περιπλέξουν τα προβλήματα έτσι όπως συμβαίνει συνήθως ευνοώντας τους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς.
Μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα κυριαρχεί η βαθιά αλλοτρίωση της εργασίας, ο φόβος, η ανασφάλεια, η σύγχυση και ο εξατομικισμός και η διατήρηση των παραδοσιακών θεσμών της παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ακόμα δηλ. της εκπαίδευσης που κινείται ανάμεσα στο πλαίσιο διαμόρφωσης  αναγκαίων λύσεων και την οραματική απελευθέρωση.
Η εκπαίδευση είναι ένα σύνολο σχέσεων, δομών και λειτουργιών που εκδηλώνονται με τη μορφή του συστήματος, του οργανισμού και του μηχανισμού-θεσμού μέσα στο οποίο λειτουργούν οι εκπαιδευτικοί, το διοικητικό προσωπικό και οι μαθητές. Ως σύστημα και πεδίο σχέσεων βρίσκεται σε εξάρτηση από την κεντρική εξουσία, αλλά και σε σχετική αυτονομία προς αυτήν.
Η εκπαίδευση είναι ένα ανοιχτό σύστημα αφού δέχεται επιδράσεις από την κοινωνία, ανατροφοδότηση και κλειστό, αφού λειτουργεί μέσα σ’ ένα πλαίσιο αρχών, σκοπών και εξαρτήσεων. Το σχολείο πέρα από σύστημα αξιών, σκοπών και οραμάτων είναι και πεδίο ταξικών συγκρούσεων. Εκφράζει σ’ ένα βαθμό τις διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων για μόρφωση, δυναμική οργάνωση, επικοινωνία και εργασιακή αποκατάσταση. Η εκπαίδευση ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, έχει ταξικό προσανατολισμό και συνδέεται σε μεγάλο  βαθμό με την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας που εκφράζονται στη γνώση και την επιστήμης.
Τα όρια της ελευθερίας δράσης των παραγόντων   της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι περιορισμένα και οδηγούν σε φραγμούς και εμπόδια στο δρόμο για την απελευθερωτική πορεία. Αυτή η διαπίστωση μας οδηγεί στην ανάγκη να μελετήσουμε τα εκπαιδευτικά προβλήματα από πολλές πλευρές και να δώσουμε μια απάντηση για μια νέας εκπαιδευτική διαδικασία και για ένα αναλυτικό πρόγραμμα που θα αντιστοιχεί στις σημερινές ανάγκες και θα δίνει μια ιστορική προοπτική.

2.      Το παραδοσιακό αναλυτικό πρόγραμμα  και η λειτουργία του στο σχολείο
  Το παραδοσιακό αναλυτικό πρόγραμμα που έχει ως βάση τη διδασκαλία μαθημάτων που βασίζονται ιστορικά στις επιστήμες οι οποίες οριοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, 19ου και 20ου, λειτούργησε στα πλαίσια του καπιταλισμού με σαφή διακριτότητα στο αντικείμενο και τη μέθοδο. Η διάσπαση αυτή των γνώσεων θεωρήθηκε αναγκαία αφού συνδέθηκε με συγκεκριμένα προγράμματα ελάχιστης  βασικής θεωρητικής γνώσης, κατάρτισης και ειδίκευσης με στόχο την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού και την ένταξη στην οικονομία, παραγωγή, υπηρεσίες.
Το πρόγραμμα αυτό αναγκαίο για την καπιταλιστική αναπαραγωγή της εργασίας, αλλά και την ισορροπία των σχέσεων, περιλαμβάνει τη διάσταση μιας ιδεολογίας της  αστικής τάξης, που προτείνει παραδοσιακές αξίες, ιστορικές και συντηρητικές. Το αναγκαίο αυτό στις ιστορικές συνθήκες πρόγραμμα είναι καταναγκαστικό, φορμαλιστικό, αποσπασματικό και διατηρεί τη συνέχεια με αποτέλεσμα να λειτουργεί και να εφαρμόζεται πλατιά.
Το παραδοσιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα μας οδηγεί στο ερώτημα ως ποιο βαθμό και σε ποιο βάθος πρέπει να διατηρήσουμε τη διδασκαλία των ανθρωπιστικών, κοινωνικών, φυσικών, μαθηματικών και τεχνολογικών επιστημών.
Τα ερωτήματα που θα θέσουμε στην έρευνά μας είναι τα εξής: 
1.     Ποιος είναι ο βαθμός σύνδεσης του παραδοσιακού προγράμματος με τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και τι προβλήματα λύνει;
2.     Σε τι βαθμό είναι αναχρονιστικό στο Λύκειο και πώς διαταράσσεται στο Γυμνάσιο με το νέο Διαθεματικό Πλαίσιο Σπουδών;
3.     Αν μπορεί να υλοποιηθεί το ιστορικό αίτημα της ενοποίησης των γνώσεων στα πλαίσια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και σε ποιο βαθμό είναι απελευθερωτικό.
4.    Ποιες είναι οι πλευρές μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να προσεγγίσει ένα νέο αναλυτικό πρόγραμμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: α) φιλοσοφική, ιστορική και εννοιολογική, β) επιστημολογική, ιδεολογική, γ) παιδαγωγική, διδακτική, ψυχολογική, δ) αξιολογική, και ε) κοινωνιολογική.
Το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν μια ενοποιημένη διαδικασία έτσι ώστε να αποκτά ο μαθητής μια σφαιρική και ολοκληρωμένη γνώση για τον κόσμο. Ωστόσο πρέπει να αποδεχθούμε ότι η ενοποίηση των επιστημονικών γνώσεων μπορεί να γίνει αργά και σταθερά μέσα από μια ενοποιητική διαδικασία η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση γιατί έχει ερευνητικό χαρακτήρα.
Διεπιστημονικότητα είναι η ιστορική πορεία της ανθρώπινης γνώσης, μια ενότητα πολύπλευρη και αντιφατική ανάμεσα στις επιστήμες. Επιζητεί νέο προσδιορισμό και οριοθέτηση των επιστημονικών αντικειμένων και μεθόδων και διατυπώνει νέα θεμελιώδη προβλήματα και δίνει απαντήσεις.

3. Αρχές και σκοποί της εκπαίδευσης

Οι βασικές αρχές στις οποίες πρέπει να στηρίζεται η εκπαίδευση είναι:

1.      Καλλιέργεια  ενός ανθρωπιστικού οράματος που να  εκφράζεται μέσα από την ευρύτερη εκπαιδευτική διαδικασία που συνδέεται με την κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας και τη δυνατότητα συμμετοχής όλων των παιδιώμ με ίσους όρους ανεξάρτητα από φυλή, φύλο και κοινωνική τάξη και θρήσκευμα.
2.      Συλλογική δράση των υποκειμένων της εκπαίδευσης, προώθηση των δημοκρατικών διαδικασιών και μορφών επικοινωνίας, συμμετοχής και συνεργασίας, συλλογικότητας  και αλληλεγγύης.
3.      Ανάπτυξη της συλλογικής, της κοινωνικής και ταξικής συνείδησης σχετικά με τα κίνητρα, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας με σκοπό τη μόρφωση και τη δυναμική ένταξη των νέων ανθρώπων στην κοινωνία .
4.      Διαμόρφωση των όρων πάλης και διεκδίκησης των ατομικών και συλλογικών δικαιομάτων που έχουν σχέση με παγκόσμια και κοινωνικά αγαθά: της ειρήνης, της οικολογικής ισορροπίας, της ίσης και δίκαιης κατανομής πλούτου.
5.      Διαμόρφωση κριτικής και δημιουργικής σκέψης και απελευθέρωση της γνώσης καθώς και συνειδητοποίηση των ορίων δράσης και συνύπαρξης.
6.      Κατανόηση του εθνικού και παγκόσμιου πολιτισμού. Σεβασμός στη διαφορετικότητα και την παράδοση των άλλων.

4. Αρχές και σκοποί του αναλυτικού προγράμματος
Το αναλυτικό πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντιμετωπίζεται σαν μια ενιαία διαδικασία με γενικές και ειδικές αρχές.
Η αφετηρία του γενικού προγράμματος  είναι η ενιαία θεώρηση, η διεπιστημονική και διακλαδική και η διακριτή σε κάθε επιστήμη με μια μορφή διακριτότητας.
1.       Αποδοχή της ενότητας του υποκειμένου και του αντικειμένου της γνωστικής διαδικασίας (φυσικός κόσμος, ανθρώπινη συνείδηση και δράση.)
2.       Αποδοχή της ιστορικότητας και διεπιστημονικότητας  των θεμελίων των γνώσεων και των αισθητικών δραστηριοτήτων έτσι όπως εξειδικεύεται, διαιρείται  και ταξινομείται σε ομάδες μαθημάτων.
3.       Αξιολόγηση, διάταξη, οργάνωση και κατανομή αυτών των γνώσεων οριζόντια και κάθετα σε εναρμόνιση με τις νοητικές, εξελικτικές και ψυχολογικές δυνατότητες, αλλά και τις μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες των νέων που βασίζονται στους σκοπούς της εκπαίδευσης. 
4.       Ενοποίηση  των σταδίων επεξεργασίας του περιεχομένου των σπουδών με τις διδακτικές, μαθησιακές και αξιολογικές διαδικασίες.
5.       Σύνδεση των γενικών και ειδικών αντικειμένων της γνωστικής διαδικασίας με τις γενικές και ειδικές μεθόδους.
6.       Διερεύνηση της ενοποίησης φυσικού και κοινωνικού κόσμου προωθώντας θεωρίες συμμετρίας, ισοδυναμίας και αλληλομετατροπής των γλωσσών με την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία του όρου.
7.       Κατανόηση της ιστορικότητας των ατομικών και κοινωνικών διαδικασιών, της γένεσης και φθοράς των σταδίων εξέλιξης των  γεγονότων και φαινομένων των ορίων εξάντλησης και καταστροφής ενός συστήματος (οικολογικού ή κοινωνικού), συγκρότηση και λύση του προβλήματος.
8.       Η διδασκαλία της γενικής ενοποιημένης μορφωτικής γνώσης με την ειδική σε κάθε μάθημα ως ειδίκευση, επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Παράλληλα ανάπτυξη των πολιτιστικών, αισθητικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων: Ζωγραφική, Λογοτεχνία, Θέατρο, Κινηματογράφος κ.α.
9.       Απόκτηση από το μαθητή δεξιοτήτων, ικανοτήτων και εμπειριών με στόχο τη λύση κοινωνικών, ψυχολογικών, εργασιακών και άλλων προβλημάτων.
10.   Παροχή μόρφωσης και επαγγελματικών εφοδίων και συνειδητοποίηση της δυνατότητας να διεκδικούνται όλα αυτά τα αγαθά στα πλαίσια της ιστορικής προοπτικής. 

 

ΜΕΡΙΚΕΣ  ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ


Α. Η φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και το σύνολο των γνώσεων
Το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων και αισθητικών δραστηριοτήτων είναι μια διάσταση του ανθρώπινου πολιτισμού και συνδέεται με το σύνολο των ανθρωπιστικών αξιών.
Οι μεθοδολογικές αρχές και σκοποί διατύπωσης αναλυτικών προγραμμάτων  είναι οι εξής :
1.      Προσδιορισμός του αντικειμενικού και υποκειμενικού κόσμου
      Ιστορία του σύμπαντος, ιστορία του κόσμου και του κόσμου, ιστορία της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας, Θεωρία και περιεχόμενα των επιστημών.
      α. Σύμπαν, πλανήτης γη, περιβάλλον, άνθρωπος, μηχανή και τεχνολογία.
      β. Οικονομική, κοινωνική και πολιτική    δραστηριότητα, οργάνωση, δομή και λειτουργία.   
      γ. Παγκόσμια και εθνική ιστορία.
      δ. Μορφές επικοινωνίας και γλώσσας
      ε. Αισθητικές δραστηριότητες και Αξίες.
2.      Διαμόρφωση ενοτήτων επιστημών και γενικού περιεχομένου
     Α.   Φυσικές και Μαθηματικές επιστήμες: Αστρονομία, Γεωλογία, Γεωγραφία, Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Μαθηματικά κ.α.
     Β.   Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές επιστήμες: Φιλοσοφία, Ιστορία, Φιλολογία, Θεωρία της γλώσσας και Λογοτεχνίας, Ιστορία της Τέχνης, Λαογραφία, Ανθρωπολογία, Θεολογία, Οικονομία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Πολιτική επιστήμη.
     Γ. Εφαρμοσμένες επιστήμες: Ηλεκτρολογία, Μηχανολογία, Ηλεκτρονική, Πληροφορική, Ιατρική, Γεωπονία κ.ά.  
3.      Επεξεργασία των επιστημονικών γνώσεων σε ένα επίπεδο αφαίρεσης και κατάταξη κατά το δυνατόν σε γενικές και ειδικές. Να ερωτηθεί αν υπάρχουν θεμελιώδεις έννοιες και επιστημονικά αντικείμενα τα οποία να διαμορφωθούν ως βασικές επιστήμες ή αντικείμενα.

Β.   Φιλοσοφικές, επιστημολογικές, παιδαγωγικές και διδακτικές πλευρές των αναλυτικών προγραμμάτων

1.    Οι φιλοσοφικές-επιστημολογικές παράμετροι σχετίζονται με τη θεωρία και ιστορία των επιστημών, την ιστορία του πολιτισμού, την ιστορία της τέχνης και τη γενική μεθοδολογία.
2.    Οι επιστημονικές παράμετροι έχουν σχέση με την αυτοτέλεια του αντικειμένου και της μεθόδου κάθε επιστήμης και τη δυνατότητα απλοποίησης των αντικειμένων σε κάθε στάδιο συγγραφής.
3.    Οι   παιδαγωγικές και ψυχολογικές παράμετροι έχουν σχέση με τη φύση, την ηλικιακή ανάπτυξη και ωρίμανση του παιδιού και το βαθμό πρόσληψης-αφομοίωσης του αντικειμένου. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή έρευνας σε κάθε βαθμίδα του σχολείου. Το ερώτημα εδώ είναι αν οι γνώσεις θα αντιστοιχούν στο μέσο όρο μιας κοινωνίας, δυναμικά προς τα επάνω υπερβαίνοντας τα εμπόδια και τις αδυναμίες, κοινωνικές,  ψυχολογικές που διαμορφώνουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και οι διαρκείς διαταράξεις ή θα συγκροτούνται στη βάση επιστημονικών εντολών που θα αντιπροσωπεύουν ένα μέσο όρο κοινωνικής συμπεριφοράς που στατιστικά-εμπειρικά επιβεβαιώνεται από τις έρευνες πεδίου.

Κριτική στις αρχές του Διαθεματικού Ενιαίου Πλαισίου Π.Σ.
Στο πλαίσιο μιας διαφορετικής αντίληψης για το σχολείο και τα Αναλυτικά προγράμματα στο Γυμνάσιο διαμορφώθηκαν από το ΥΠΕΠΘ και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και η Ευέλικτη Ζώνη Καινοτόμων Δράσεων, που έγιναν νόμος του Κράτους με το ΦΕΚ 303 και 304 του 2003.
Οι συντάκτες των προγραμμάτων διακήρυξαν ότι προωθείται η άρση των στεγανών μεταξύ των επιστημών που διδάσκονται στο σχολείο με στόχο τη διαμόρφωση μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας, έτσι ώστε ο μαθητής να ελκύεται από τη γνώση.
Η αντίληψη αυτή παρουσιάζεται στο «Ενημερωτικό Δελτίο» για το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών που εξέδωσε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το Φεβρουάριο του 2002. Το κείμενο του Π.Ι. είναι γενικόλογο και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση. Έτσι όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα  το οποίο αναφέρεται στη σημερινή πραγματικότητα: «Η αμφισβήτηση των  επιστημολογικών αντιλήψεων που διαμορφώθηκαν μετά το Διαφωτισμό σχετικά με τη φύση και τις διαδικασίες παραγωγής της γνώσης, οι ραγδαίες αλλαγές στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που συντελούνται στην εποχή μας καθώς και η διαπιστωμένη αναποτελεσματικότητα του παραδοσιακού σχολικού συστήματος υπαγορεύουν στην εκπαίδευση να αναθεωρήσει βασικές επιλογές και καθιερωμένες πρακτικές, που αφορούν την προέλευση, το περιεχόμενο και τη μορφή οργάνωσης των σχολικών προγραμμάτων, τις διδακτικές προσεγγίσεις και τις μορφές οργάνωσης της σχολικής τάξης και της σχολικής μονάδας»1.
Το πρώτο λοιπόν τμήμα του θεωρητικού κειμένου δεν αναφέρεται στις φιλοσοφικές, επιστημολογικές και παιδαγωγικές θεωρίες σχετικά με την παραγωγή  και την ιστορικότητα της επιστημονικής γνώσης, καθώς επίσης και στη σύνδεσή της με τα στάδια εξέλιξης της σημερινής κοινωνίας. Το ερώτημα που τίθεται από την αρχή είναι ποιες ερμηνευτικές αντιλήψεις και επιστημονικές πρακτικές διατηρούνται από την εποχή του Διαφωτισμού και τι είναι παραδοσιακή επιστημονική γνώση. Όμως, ενώ ο συντάκτης του κειμένου δεν αναφέρεται σε ιστορικά και ουσιαστικά στοιχεία, την ίδια στιγμή κάνει μια αυθαίρετη επιλογή μιας άποψης για την προσέγγιση της γνώσης: «Οι λύσεις που προτείνονται είναι πολλές και διαφορετικής κατεύθυνσης. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη και ουσιαστική θέση έχει η διαθεματική προσέγγιση, η οποία, κατά την κρατούσα άποψη, αποτελεί την πλέον παιδαγωγικά ολοκληρωμένη και εξορθολογισμένη επιλογή, που μπορεί να ενισχύσει το σχολείο, ώστε να ανταποκριθεί ολιστικά στη δυναμική των καιρών χωρίς ριζικές ανακατατάξεις στις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος»2.
Ο συντάκτης του κειμένου εντελώς αντιεπιστημονικά παραλείπει τα συνδετικά μέρη της θεωρητικής – επιστημολογικής άποψης προτείνοντας μια παιδαγωγική δομή και λειτουργία των νέων αναλυτικών προγραμμάτων με αυθαίρετες λύσεις.Συγκεκριμένα, προωθεί την αντίληψη ότι με τη διαθεματική προσέγγιση θα οδηγηθούμε άμεσα στην ενιαιοποίηση της γνώσης, χωρίς πρώτα να γίνει έρευνα σε όλα τα επίπεδα της επιστημονικής και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Με τον τρόπο αυτό, αγνοούνται αυθαίρετα όλα τα θεωρητικά εμπόδια στο διδακτικό και πρακτικό πεδίο των αναλυτικών προγραμμάτων και συγχέεται το πραγματικό με το δυνατό και το δέον. Έτσι, στο κείμενο του Π.Ι. διαβάζουμε ότι η σχολική γνώση «… πρέπει α) να διδάσκεται σε ενιαιοποιημένη μορφή, για να προσφέρει ολιστικές εικόνες της πραγματικότητας β) να συνδέεται με τις εμπειρίες των μαθητών για να είναι κατανοητή, ενδιαφέρουσα και σχετικά με την πραγματικότητα που βιώνουν και γ) να προσεγγίζεται με διερευνητικές μεθόδους ώστε η γνώση να οικοδομείται σταδιακά από τους ίδιους τους μαθητές»3.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο απώτερος στόχος της σκέψης και δράσης του ανθρώπου είναι να φθάσει στην ενοποιημένη γνώση, να μπορέσει να υπερβεί τα σημερινά εμπόδια και τις διαμεσολαβήσεις. Επομένως, τίθεται ένα τεράστιο πρόβλημα: Το ενιαίο εννοιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο των επιστημονικών γνώσεων που τόσους αιώνες κινείται σε διακριτά μέρη και στα όρια των επιστημών με την αναζήτηση κοινών εννοιών – μεθόδων προσέγγισης και λύσης προβλημάτων, μπορεί άραγε να διαμορφωθεί σαν ενιαία γνώση και μάλιστα άμεσα μέσα στο Σχολικό πρόγραμμα;
Η πολυπλοκότητα και η πολυμορφία των γνώσεων δεν αποκαλύπτεται με αυτή την πρόταση. Αντίθετα, στο σημείο αυτό εγείρεται ένα δεύτερο επιστημολογικό πρόβλημα σχετικά με το ποιος διαμορφώνει την επιστημονική γνώση και σε ποια στάδια αυτή μετασχηματίζεται και μετατρέπεται σε διδακτέα ύλη στο σχολείο. Η γνώση διαμορφώνεται από διαφορετικές ομάδες και άτομα – ερευνητές στο ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά και στα πλαίσια των άλλων ερευνητών και δασκάλων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και συνήθως αναπαράγεται σε διδακτική κατεύθυνση, κατανοείται και αφομοιώνεται από τους μαθητές. Δεν διαμορφώνεται έτσι απλά από τους δασκάλους και τους μαθητές ταυτόχρονα.4
           Οι συντάκτες του προγράμματος επιμένουν ότι θα λυθούν όλα τα φιλοσοφικά και επιστημονικά προβλήματα που δεν λύθηκαν τόσα χρόνια μέσα στην εκπαιδευτική πράξη, πράγμα αντιεπιστημονικό.

Η διαθεματικότητα
Η διαθεματικότητα , όπως εφαρμόζεται στα νέα βιβλία του γυμνασίου, προκαλεί σύγχυση. Προτείνεται μια απέραντη, οριζόντια επικοινωνία θεματικών κύκλων που έχουν σχέση με το αντικείμενο που εξετάζεται και μια αυθαίρετη επιλογή επιμέρους πλευρών για σχολιασμό, χωρίς κατεύθυνση και στάδια ανάπτυξης του προβλήματος. Παραμένει το ερώτημα τι ονομάζουμε «διαθεματικότητα» και με ποιο επιστημονικό κριτήριο μπορούμε να προσεγγίσουμε τον όρο.
      Οι κατευθυντήριοι άξονες που αναφέρονται στην Εισαγωγή του ΔΕΠΠΣ είναι:
Α) η παροχή γενικής παιδείας,
Β) η ανάδειξη των ενδιαφερόντων του μαθητή και η καλλιέργεια δεξιοτήτων,
Γ)  η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών μάθησης για όλους τους μαθητές, και
Δ)  η προετοιμασία για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας.
Είναι σαφές ότι οι  στόχοι κατευθύνονται προς την καλλιέργεια δεξιοτήτων και ικανοτήτων επικοινωνίας με σκοπό την ένταξη-προσαρμογή στην κοινωνία και όχι προς τη  διαμόρφωση ιστορικής και κοινωνικής συνείδησης και ανθρωπιστικής παιδείας.  Οι ειδικοί στόχοι συνδέονται με την αποτελεσματικότητα της μάθησης και είναι :
1)   Οι δεξιότητες επικοινωνίας.
2)   Οι δεξιότητες αποτελέσματος σχετικά με την αποτυχία και την επιτυχία στη  μάθηση.
3)   Ικανότητα βελτίωσης της εμπειρικής αντιστοιχίας με την οποία αναπτύσσονται οι μηχανιστικές και εμπειρικές διατάξεις, έτσι ώστε να επιτευχθεί μέρος της ένταξης σε μια κοινωνία.
4)   Ικανότητες επίλυσης προβλήματος με τη βοήθεια ορθολογικών επιλογών ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαμόρφωση ιστορικών και διεπιστημονικών κριτηρίων.
5)   Ικανότητα διαχείρισης πληροφοριών και λογικής ταξινόμησης που φανερώνει απουσία μεθοδολογίας συγκρότησης των όρων ενός προβλήματος που έχουν  ιστορικές- γενετικές και λογικές συνιστώσες.
6)   Ικανότητα αξιοποίησης υλικού και διαμόρφωσης συνθετικής εργασίας. της βελτίωσης της προσωπικής – ατομικής εικόνας.
Οι Διαθεματικές εργασίες δεν οδηγούν στην  ενοποίηση της γνώσης αφού βρίσκονται σε απόκλιση από μια ενιαία μεθοδολογία και ερμηνεία (Γενική-Ειδική)  επιβεβαιώνοντας τη διαφορά.
Στα πλαίσια του προηγούμενου παραδοσιακού προγράμματος  οι εκπαιδευτικοί δίδασκαν τα φιλολογικά μαθήματα αξιοποιώντας τις πηγές και τη βιβλιογραφία, ανατρέχοντας σε ερμηνείες από όλο το φάσμα των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών έτσι ώστε να υπερβαίνεται το στενό περιεχόμενο του διδακτικού εγχειριδίου.  Η αξιοποίηση του υλικού αυτού και των εποπτικών μέσων έδινε τη δυνατότητα στο καθηγητή να επεξεργασθεί ερμηνευτικά το αντικείμενο και να θέτει προβλήματα μέσα στην τάξη.
Η ερμηνευτική προσέγγιση άφηνε περιθώρια ελευθερίας αφού δεν κατευθυνόταν μονοσήμαντα προς τις δραστηριότητες, τις δεξιότητες και τη σύνδεση με την εμπειρική πραγματικότητα. Ο στοχασμός και η φιλοσοφική αναζήτηση μπορούσαν να καλλιεργηθούν μέσα από τον ελεύθερο διάλογο.
Υπήρχε δυνατότητα μεγαλύτερης ελευθερίας στην επιλογή, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι υποκειμενική χωρίς κατευθυνόμενες δραστηριότητες, που κινούνται στη βάση εντολών. Όμως και σ’ αυτή τη περίπτωση, οι πρόσθετες πληροφορίες και γνώσεις ήταν αποσπασματικές.
Στις λεγόμενες διαθεματικές δραστηριότητες δεν υπάρχει  ελεύθερη επιλογή που να προέρχεται από την ιστορική ερμηνεία των γνώσεων στα πλαίσια του μαθήματος, γιατί όλα  μετατρέπονται σε μέρος του προγράμματος με αυξημένες απαιτήσεις. Επομένως γίνεται ασφυκτικός ο κλοιός, αφού  περιορίζεται η δυνατότητα της ελεύθερης κριτικής σκέψης του μαθητή και κατευθύνεται από το στοχασμό προς το φορμαλισμό. Ενώ φαίνεται ότι διευρύνεται η γνώση, στην πραγματικότητα στενεύει, έξω από τα πλαίσια μιας θεωρητικής ενιαίας μεθοδολογίας και ερμηνευτικής.
 Οι συντάκτες του προγράμματος υποστηρίζουν ότι θα ξεπερασθούν αυτές οι δυσκολίες – εμπόδια με τη συνεργασία μέσα στην τάξη. Εκεί όχι μόνο δεν υπερβαίνονται, αλλά περιπλέκονται τα πράγματα γιατί αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας και προστίθενται νέα εμπόδια.
Η ιδεολογική λειτουργία του νέου προγράμματος σπουδών είναι φανερή. Κινείται προς την καταστροφή της παραδοσιακής – κλασικής γνώσης, αφού ταυτίζεται η γνώση με την καθημερινή εμπειρική πραγματικότητα.
Αυτό που επιβάλλει η διαθεματική «Προσέγγιση στη Μάθηση» φαίνεται στο «Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς» (που πρέπει να το επεξεργαστούμε). Είναι φανερό ότι το ενδιαφέρον του μαθητή για μία ή δύο θεματικές ενότητες τον οδηγεί στην αποσπασματική γνώση και δεν φθάνει ποτέ στην ενότητα η ενοποίηση των γνώσεων. Το σχολείο διαχέεται στην αγορά εργασίας με μια ατομική ανταγωνιστική προοπτική και οι μαθητές συνδέονται μόνο με προγράμματα τα οποία διαμορφώνονται σε πολιτικά κέντρα.
Με λίγα λόγια παύει να υπάρχει βασικός κορμός των γνώσεων ιστορικής προέλευσης και προοπτικής. Στη θέση του εμφανίζονται οριζόντιες και παράλληλες διατάξεις, δίκτυα με πολλαπλές διασυνδέσεις και ευέλικτες ζώνες. Αντί για ενιαία αντικείμενα και μεθόδους βρίσκουμε κατακερματισμένα πεδία στη θεωρητική και παιδαγωγική διαδικασία.
Φαίνεται καθαρά ότι η πρόταση του Αναλυτικού Προγράμματος είναι να αντικατασταθεί σταδιακά η ενιαία επιστημονική συγκρότηση των γνώσεων από τους ξεχωριστούς «θεματικούς» κόσμους ή πραγματικότητες, οι οποίες δεν θα επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά θα είναι μετέωρες και συμβατές με τις ομάδες, και τα άτομα, που έχουν την αντίστοιχη ιδεολογική, κοινωνική, ταξική, προέλευση και εκπαίδευση.
Η κίνηση αυτή των ιδεών θα πραγματοποιείται σε παραλληλίες, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η συγκόλληση των  γνώσεων. Το συνολικό κριτήριο ελέγχου των επιστημονικών γνώσεων στο σχολείο θα πηγάζει από ένα σύστημα εντολών που θα διαμορφώνονται μέσα σε Συγκεντρωτικά Κέντρα Γνώσεων και Πληροφοριών, ένα Διευθυντήριο, και θα διοχετεύονται μέσα από προγράμματα, που είναι συμβατά με τους ηλεκτρονικούς κώδικες που κινούνται αποκλειστικά στο πεδίο της ψηφιακής τεχνολογίας21.
Η ενότητα της Γνώσης μέσα από το παραδοσιακό Αναλυτικό Πρόγραμμα υπερβαίνεται με αποτέλεσμα να μετατρέπονται οι γνώσεις σε προγράμματα – projects. Έτσι χάνεται ο χαρακτήρας του σχολείου και μετασχηματίζεται σε χώρο συνύπαρξης των ποικιλόμορφων γνώσεων – πληροφοριών, τεχνικών εφαρμογών χωρίς οργανικό δέσιμο.
Η πρόταση του Π.Ι. δείχνει ότι στην πορεία, μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής της Ευέλικτης Ζώνης Καινοτόμων Δράσεων, θα διαταράξει σοβαρά το παραδοσιακό πρόγραμμα, το οποίο περιέχει πλευρές ενότητας αντικειμένων και μεθόδων σε «διακριτή» βάση.
Στο πρόγραμμα αυτό, δεν εντοπίζεται καμία τάση ενοποίησης της γνώσης. Αντίθετα, πραγματοποιείται μια απόκλιση από το βασικό στόχο, που είναι ο εμπλουτισμός των επιστημών με παραπλήσιες γνώσεις και μεθόδους. Παρακάμπτεται έτσι η σταδιακή εννοιολογική επεξεργασία και δεν συναντώνται τα αντικείμενα και οι μέθοδοι.
Απέναντι στην διαθεματική προσέγγιση των γνώσεων στο σχολείο, προτείνουμε τη διεπιστημονικότητα ως μια θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση των επιστημών, ώστε να αναζητούμε κοινούς όρους ανάμεσα στα διαφορετικά αντικείμενα και μεθόδους.
Στα πλαίσια του ενιαίου προγράμματος πρέπει να οργανώνεται η διεπιστημονική διδασκαλία με τη συνεργασία καθηγητών διαφορετικών ειδικοτήτων που έχουν επιμορφωθεί στα διάφορα επιστημονικά πεδία μέσα απ’ τη Φιλοσοφία και την Ιστορία των επιστημών, αφού εφαρμοστεί πειραματικά σε σχολεία επί μια πενταετία.
Προτείνουμε να σταματήσει αυτό το ΔΕΠΠΣ να λειτουργεί. Παράλληλα ζητάμε  τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα να διέπονται από τις παρακάτω αρχές και αξίες:
1.      Την καλλιέργεια του ανθρωπιστικού οράματος και την κατανόηση των αξιών της μόρφωσης, της γνώσης και της δράσης σε ενότητα και πολυμορφία.
2.      Την διαμόρφωση ενός συστήματος αξιών που θα έχει σαν βάση τις ιστορικές και κοινωνικές διεκδικήσεις του ανθρώπου για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία.
3.      Την ανάπτυξη και την απελευθέρωση της σκέψης του μαθητή, την κατανόηση της Ιστορικότητας και διεπιστημονικότητας των γνώσεων και μορφωτικών αγαθών.
4.      Την κατανόηση της ενότητας μεταξύ θεωρίας και πράξης.
            Τελικά σε αυτό το Αναλυτικό Πρόγραμμα δεν πραγματοποιείται καμία προσέγγιση των επιστημών αλλά αντίθετα πετυχαίνεται η διάσπαση των επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες σταδιακά μετατρέπονται σε καθημερινές εμπειρικές και ωφελιμιστικές γνώσεις, χωρίς να υπάρχει καμία ερμηνευτική προοπτική.
Πιστεύουμε ότι μπορεί να επιτευχθεί μια άλλη διδασκαλία, η οποία θα είναι διεπιστημονικά και ιστορικά προσδιορισμένη.
Η διδασκαλία αυτή θα μπορεί να κινηθεί στη βάση της συνεργασίας πολλών φορέων και επιστημόνων από όλους του επιστημονικούς κλάδους, καθώς και ειδικών στη θεωρία και μεθοδολογία των επιστημών, στην ιστορία των επιστημών, ιστορία της φιλοσοφίας, των ιδεών και του πολιτισμού. Με την εκπόνηση αυτού του διαφορετικού προγράμματος πρέπει να προβλεφθούν συνάμα, αυτόνομες ώρες ανάλογες των γενικών μαθημάτων.