Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ομάδα Β2: Περιβάλλον και συνθήκες εργασίας και επιπτώσεις στην υγεία των εκπαιδευτικών

Ομάδα Εργασίας Β2:

Περιβάλλον και συνθήκες εργασίας και επιπτώσεις στην υγεία των εκπαιδευτικών

Συντονίστρια:
Γλαρέντζου Ελένη
Μέλη:
Δελλαπόρτας Δημήτριος
Κάτσικας Χρήστος
Κολέντζου Πανωραία
Μπουρδή Μαρίνα
Ντιγριντάκη Δανάη
Χατζησταμάτης Κωνσταντίνος- Βίκτωρ

Η εργασιακή υγεία ορίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία ως η προαγωγή και η διατήρηση της σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και κοινωνικής υγείας των εργαζομένων στον υψηλότερο βαθμό, μέσω της πρόληψης, του ελέγχου των κινδύνων και της προσαρμογής της εργασίας στον εργαζόμενο, καθώς και του εργαζομένου στην εργασία.
Σήμερα, στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού, μία από τις κύριες αιτίες ασθένειας στην εργασία, η οποία έχει επιπτώσεις τόσο στους  εργαζομένους όσο και στους οργανισμούς και στις εθνικές οικονομίες, είναι το εργασιακό άγχος. Ως εργασιακό άγχος εννοούνται οι αγχογόνες εκείνες καταστάσεις που σχετίζονται με την εργασία ή προκαλούνται από συγκεκριμένη εργασιακή κατάσταση. Εμφανίζεται δε όταν οι απαιτήσεις και οι συνθήκες του περιβάλλοντος δεν συνάδουν ή δεν ταυτίζονται με τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τις αξίες ή υπερβαίνουν τη σωματική ικανότητα, τις δεξιότητες ή τις γνώσεις που απαιτούνται για να χειριστεί ένα άτομο μια δεδομένη κατάσταση.

Η χρόνια έκθεση σε στρεσογόνες συνθήκες, όπως ο φόρτος εργασίας, η αμφισβήτηση του ρόλου, η επαγγελματική στασιμότητα, η μειωμένη υποστήριξη από τον προϊστάμενο, η χαμηλού βαθμού συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι χαμηλές αμοιβές, η εργασιακή ανασφάλεια και πολλά ακόμη επηρεάζουν άμεσα την  υγεία των εργαζομένων. Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο βιώνει το άγχος μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αισθάνεται, σκέφτεται ή συμπεριφέρεται. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται:
§  συναισθηματικές αντιδράσεις (οξυθυμία, ανησυχία, διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη, υποχονδρία, αποξένωση, επαγγελματική εξουθένωση (burnout), προβλήματα στις οικογενειακές σχέσεις)·
§  γνωστικές αντιδράσεις (δυσκολία στη συγκέντρωση, στην ανάκληση της μνήμης, στην εκμάθηση νέων πραγμάτων, στη λήψη αποφάσεων)·
§  συμπεριφορικές αντιδράσεις (κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, οινοπνευματωδών και καπνού, καταστροφική συμπεριφορά) και
§  φυσιολογικές/σωματικές αντιδράσεις (προβλήματα στη σπονδυλική στήλη, εξασθενημένη ανοσία, πεπτικό έλκος, καρδιακά προβλήματα, υπέρταση).
Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, το άγχος είναι ένα πρόβλημα που υπολογίζεται ότι έχει επιπτώσεις σε πάνω από 40 εκατομμύρια εργαζόμενους μόνο στην ΕΕ.
Επίσης, το 28% των εργαζόμενων στην ΕΕ αναφέρουν ότι επηρεάζονται από αυτό. Οι κοινές αιτίες περιλαμβάνουν την έλλειψη ασφάλειας και ελέγχου στην εργασία και το δυσβάσταχτο εργασιακό φόρτο.
Οι γυναίκες εμφανίζονται να υποφέρουν ελαφρώς περισσότερο από τους άνδρες, ενώ πάνω από 50% της συστηματικής αποχής από την εργασία έχει τις ρίζες του στο άγχος. Σε αυτό οφείλεται περισσότερο από το ένα τέταρτο των απουσιών από την εργασία, διάρκειας τουλάχιστον δύο εβδομάδων.
Όλες οι έρευνες στην Ευρώπη, στην Αμερική και στη χώρα μας αποδεικνύουν εδώ και πολλά χρόνια ότι οι εκπαιδευτικοί βιώνουν περισσότερη ένταση και άγχος μέσα στην εργασία τους από τους άλλους επαγγελματίες και ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των στρεσογόνων επαγγελμάτων. Ακόμα, ότι οι εκπαιδευτικοί ανήκουν στην ομάδα των επαγγελματιών που είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο «Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης (burn-out).
Η επαγγελματική εξουθένωση είναι ένα σύνδρομο σωματικής και ψυχικής εξάντλησης στο πλαίσιο του οποίου ο εκπαιδευτικός κατακλύζεται από έλλειψη ενθουσιασμού και προσδοκιών, απογοήτευση, απάθεια, αδράνεια, χάνει το ενδιαφέρον του και τα όποια θετικά συναισθήματα έχει για τους μαθητές του, διαμορφώνει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Τα προαναφερθέντα έχουν άμεση επίπτωση στη διδακτική και κατ’ επέκταση στη μαθησιακή διαδικασία, αφού η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των εκπαιδευτικών είναι άρρηκτα δεμένη με την παιδαγωγική πράξη.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το 5-25% των εκπαιδευτικών υποφέρουν από το Σύνδρομο της Επαγγελματικής Εξουθένωσης, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση μετά από τους νοσηλευτές στα «επαγγέλματα φροντίδας». Επιπλέον, αποτελέσματα ερευνών στον ελληνικό χώρο συγκλίνουν στο ότι ένα ποσοστό της τάξης του 25% των εκπαιδευτικών βιώνουν υψηλή ή μεσαία συναισθηματική εξάντληση, ενώ καταγράφεται ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα εκπαιδευτικών το οποίο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό στην εργασία του. Οι δε απόψεις των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με την ελληνική και τη διεθνή ανασκόπηση ερευνών, συγκλίνουν ως προς τις αιτίες πρόκλησης του επαγγελματικού άγχους.[1]
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων Εκπαίδευσης (ETUCE) που πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 2007 για το εργασιακό στρες των εκπαιδευτικών σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση σε  38 εκπαιδευτικά συνδικάτα από 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά φθίνουσα σειρά κατάταξης, οι παράγοντες κατά τους εκπαιδευτικούς που προκαλούν εργασιακό άγχος είναι οι εξής:
1. εργασιακός φόρτος - εργασιακή ένταση, 2. υπερ-ευθύνες ανάλογα με τη θέση, 3. αυξανόμενος αριθμός μαθητών ανά τάξη, 4. κακή συμπεριφορά μαθητών, 5. κακή σχολική διεύθυνση - έλλειψη υποστήριξης από τη διεύθυνση του σχολείου, 6. ανεπαρκής χρηματοδότηση για το σχολείο - έλλειψη πόρων, 7. άσχημο σχολικό κλίμα - ατμόσφαιρα στο σχολείο, 8. χαμηλή κοινωνική θέση των εκπαιδευτικών, 9. προβλήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, 10. φόβος συγκρούσεων, 11. έλλειψη υποστήριξης από τους γονείς, 12. χαμηλοί μισθοί, 13. φόβος - ανησυχία αξιολόγησης, 14. έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης από τους συναδέλφους, 15. έλλειψη εργασιακής σταθερότητας και ασφάλειας, 16. έλλειψη ανάπτυξης καριέρας.
Αντίστοιχα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί θεωρούν ως σημαντικότερες αιτίες άγχους κατά σειρά κατάταξης: 1. τις χαμηλές αποδοχές, 2. την αδιαφορία των μαθητών για μάθηση, 3. τις προβληματικές τάξεις, 4. την πολύωρη διδασκαλία, 5. τη διδασκαλία μαθημάτων εκτός ειδικότητας, 6. τις περιορισμένες ευ­καιρίες υπηρεσιακής εξέλιξης, 7. την αξιολόγηση των μαθητών, 8. το χρόνο που αφιερώ­νεται εκτός σχολείου για το σχολείο, 9. το μεγάλο θόρυβο στο σχολείο, 10. την κακή συμπεριφορά των μαθητών και, τέλος, 11. την υλικοτεχνική υποδομή.
Σε παρόμοια έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας, με πολλές από τις  παραπάνω αιτίες  άγχους συμφωνούν το 70% των εκπαιδευτικών.
Ας δούμε αναλυτικά τι βιώνει ο Έλληνας εκπαιδευτικός σήμερα:
Η διάρκεια αναμονής των 5-10 ετών από την ημέρα απόφασης σταδιοδρομίας στην εκπαίδευση έως την ημέρα διορισμού του, με τις αλλεπάλληλες τοποθετήσεις ως αναπληρωτή ή ωρομίσθιου σε διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας για την απόκτηση μορίων, την αναγκαία απόκτηση Παιδαγωγικής Επάρκειας, την πιστοποίηση ξένης γλώσσας και χειρισμού υπολογιστή και τέλος την παρακολούθηση φροντιστηριακών μαθημάτων για το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, με τον οποίο ο τυχερός επιτυχών (5% του συνόλου των διαγωνιζομένων) μαζί με το διορισμό του «εξασφαλίζει» μία υποχρεωτική τριετή θητεία στο πρώτο σχολείο τοποθέτησης κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του μέντορα και του διευθυντή, όλα αυτά προετοιμάζουν το έδαφος για να έχουμε μια νέας μορφής επαγγελματική εξουθένωση του εκπαιδευτικού, από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του πορείας. Στα αναφερόμενα θα πρέπει να προστεθούν η οικονομική αστάθεια με τη συνεχή χρηματοδότηση από την οικογένεια, αλλά και το συνεχώς αναθεωρούμενο νομικό πλαίσιο διαρκών διαφοροποιήσεων σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, η χαμηλή κοινωνική αποδοχή και το κοινωνικό πλαίσιο αποδοκιμασίας, όπου για όλα «φταίει ο εκπαιδευτικός», των δυσαρεστημένων γονέων, οι οποίοι πληρώνουν κατ’ επίφαση τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, σ’ ένα σχολείο όπου η σημερινή «επένδυση» έχει μικρότερη μελλοντική «απόδοση» -όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία των χιλιάδων ανέργων, ετεροαπασχολουμένων και υποαπασχολουμένων πτυχιούχων ατόμων-, αλλά και των δυσαρεστημένων μαθητών οι οποίοι σπαταλούν την εφηβεία τους στο τρίγωνο: σχολείο - φροντιστήριο - ιδιαίτερο, σ’ ένα «εκπαιδευτικό σύστημα αμάθειας», όπου οι πρωταγωνιστές απλά περιμένουν τις εξετάσεις εισαγωγής και την διανομή των τίτλων, ο εκπαιδευτικός αρχίζει να χάνει το ρόλο του.
Τέλος, δυσαρεστημένος ο ίδιος με τον εαυτό του, αφού συγχρόνως με τα οικονομικά προβλήματα που τον οδηγούν στην αναζήτηση δεύτερης δουλειάς εισπράττει και την «αδιαφορία» των μαθητών οι οποίοι  προγυμνάζονται στο διπλανό φροντιστήριο, ενώ παράλληλα προσπαθεί ν’ ανακλάσει το εχθρικό υπονοούμενο της κοινής γνώμης, που έντεχνα κατευθύνεται για να τον θεωρεί ως μοναδικό υπεύθυνο. Πλέον, μαζί με τη ψυχική κόπωση και την επαγγελματική εξουθένωση εμφανίζεται η οικονομική αστάθεια αλλά και η απογοήτευση του απολογισμού για τις προσωπικές θυσίες όλων των προηγούμενων ετών.
Πάρα ταύτα, εξακολουθεί να λειτουργεί, ως δάσκαλος και παιδαγωγός. Και αυτό που καταρρακώνει περισσότερο από όλα το ηθικό του είναι  όταν εισπράττει την ερώτηση: «Γιατί να διαβάσω, δάσκαλε;», η απάντηση της οποίας είναι άρρηκτα δεμένη με το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της τελευταίας τριακονταετίας.
Η πεποίθηση ότι η κοινωνική άνοδος στην ελληνική κοινωνία επιτυγχάνεται με τη μόρφωση, εννοώντας κυρίως τις πανεπιστημιακές σπουδές, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες.  Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούσαν όλη αυτή την  περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνήτιζαν ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούσαν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους -μέσω της εκπαίδευσης- στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσίαζε η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα.
Σήμερα, τα ζητούμενα έχουν αλλάξει και ανατραπεί σημαντικά. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα του παρελθόντος ως μέσον επαγγελματικής προώθησης, καθώς η ανεργία και η οικονομική ύφεση σαρώνουν όλων των ειδών τους τίτλους.    
Το προαναφερθέν στην πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από αυτόν. Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, στοχευμένα συγκροτημένο εδώ και δεκαετίες, για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση, οι οποίες προσδοκίες  την τελευταία δεκαπενταετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα και τη μισθολογική υποβάθμιση.
Ας δούμε τώρα ορισμένες πιο χειροπιαστές αιτίες που συσχετίζονται με την οργάνωση, τις συνθήκες εργασίας και το περιβάλλον στο σχολείο και αποτελούν πηγές δυσαρέσκειας και άγχους για τους εκπαιδευτικούς:
§  Η ελλιπής υλικοτεχνική υποδομή μαζί με το σχολικό κτίριο (μέγεθος, προσανατολισμός, φωτισμός, επίπεδα θορύβου, θερμοκρασίες, υγιεινή και ασφάλεια, ύπαρξη γυμναστηρίου και αίθουσας πολλαπλών χρήσεων, κατάλληλης αυλής, βιβλιοθήκης, εργαστηρίων, γραφείων αλλά και η συνολική αισθητική καθώς και η τοπογραφία του) δομούν ένα κοινωνικό ψυχολογικό περιβάλλον που επηρεάζει καταλυτικά τη σχολική κουλτούρα.
§  Οι απαράδεκτα χαμηλές δαπάνες για την παιδεία, που σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ (Education at a Glance, 2007) επηρεάζουν αρνητικά, σε ποσοστό 80%, το έργο των εκπαιδευτικών.
§  Οι κακές εργασιακές σχέσεις (εργασιακή ανασφάλεια, μισθός, εξέλιξη, η αίσθηση μη ελέγχου εργασιακών γεγονότων, η εργασία στο σπίτι, ο επιπλέον φόρτος εργασίας με διοικητικές εργασίες, ο αριθμός μαθητών ανά τμήμα, η προοπτική αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης και η παραμονή στην πρώτη γραμμή της εκπαιδευτικής διαδικασίας πάνω από τριάντα χρόνια εργασίας).
§  Η καλλιέργεια ανταγωνιστικού κλίματος μεταξύ των εκπαιδευτικών.
§  Οι προσπάθειες ενίσχυσης των διαδικασιών ελέγχου και χειραγώγησης του εκπαιδευτικού, η σύνδεση της αξιολόγησης με αριθμητικούς δείκτες αλλά και με  την επιτυχία ή μη των μαθητών μας στις εξετάσεις, οδηγεί στον ανταγωνισμό με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, στην κατηγοριοποίηση και στη συντριβή της προσωπικότητας αλλά και της παιδαγωγικής ελευθερίας των εκπαιδευτικών.
§  Οι εκπαιδευτικές αλλαγές που συντελούνται στη χώρα μας και γίνονται χωρίς ουσιαστικό διάλογο με τους εκπαιδευτικούς φορείς, πρόχειρα, απρογραμμάτιστα με αποτέλεσμα κάθε φορά που αλλάζει ο Υπουργός Παιδείας να παρουσιάζεται μια «νέα μεταρρύθμιση» και πάντα σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση.
§  Οι συνεχείς αλλαγές στις οργανωτικές δομές και στους στόχους, οι οργανωτικές απαιτήσεις της εκπαίδευσης και συγκεκριμένα η ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του αναλυτικού προγράμματος σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Για παράδειγμα, στα Λύκεια με τις πανελλαδικές το σχολείο και η μαθησιακή διαδικασία αντιμετωπίζονται σαν μια εταιρεία τραίνων, που το μόνο που ενδιαφέρει είναι να τηρηθούν τα ωράρια.  
§  Η αδυναμία πολλές φορές να αντεπεξέλθει στα διδακτικά και παιδαγωγικά του καθήκοντα λόγω της ανύπαρκτης ή ανεπαρκούς παιδαγωγικής κατάρτισης στη βασική εκπαίδευση και της έλλειψης μόνιμου και οργανωμένου συστήματος επιμόρφωσης, που θα έπρεπε να είναι κύρια και αποκλειστική ευθύνη της πολιτείας.
§  Η διάψευση των προσδοκιών για το ρόλο του στην εκπαίδευση, η αίσθηση της εγκατάλειψης και ο συμβιβασμός με την υπάρχουσα κατάσταση.
§  Τα βιβλία, τα οποία είναι αναχρονιστικά  ή δεν συνάδουν με το ηλικιακό επίπεδο των μαθητών, το φορτωμένο ωρολόγιο πρόγραμμα και το αναλυτικό, που σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της αυτενέργειας και των δημιουργικών ικανοτήτων των μαθητριών και μαθητών.
§  Η συμπεριφορά των μαθητών. Όσο το σχολείο απαξιώνεται, όσο ο νέος άνθρωπος απομακρύνεται έντεχνα από την αντίληψη ότι η γνώση είναι δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αρκεί να κάνει συλλογικά όνειρα, όσο οι επαγγελματικές προοπτικές στενεύουν, όσο ο εκπαιδευτικός σπρώχνεται να αντιμετωπίσει τον μαθητή χωρίς τη λογική της διαπαιδαγώγησης, τόσο θα αυξάνουν τα φαινόμενα της αδιαφορίας, της επιθετικότητας και της  σχολικής παραβατικότητας.
Και ενώ η εισήγηση φτάνει προς το τέλος της θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στις τελευταίες εξελίξεις που αφορούν τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις 410 σχολικών μονάδων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή το 13% των γυμνασίων και λυκείων, γεγονός που όχι μόνο θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών, αλλά κυρίως θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση θυσιάζοντάς την  στην πολιτική της διάλυσης των κοινωνικών αγαθών που επιβάλλουν το ΔΝΤ και η τρόικα.
Από όλα τα προαναφερθέντα είναι σαφές ότι το εργασιακό άγχος δεν είναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης αδυναμίας των εκπαιδευτικών, αλλά έχει τις ρίζες του στις πολιτικές που ασκούνται και στον  τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Μονόδρομο αποτελεί σήμερα για το εκπαιδευτικό κίνημα η ακύρωση και η ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών, η προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και του δικαιώματος  στη μόρφωση όλων των παιδιών σε ένα πραγματικά δημόσιο και δωρεάν σχολείο.


[1] Η πλήρης εισήγηση με τη βιβλιογραφία,  το παράρτημα με την ανασκόπηση των ερευνών, ελληνικών και διεθνών, καθώς και η καταγραφή εμπειριών των ίδιων των εκπαιδευτικών  είναι αναρτημένα  στην ιστοσελίδα της ΟΛΜΕ στην ενότητα για το 9ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο (www.olme.gr)